ἐπάγγελμα: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epaggelma | |Transliteration C=epaggelma | ||
|Beta Code=e)pa/ggelma | |Beta Code=e)pa/ggelma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[promise]], [[profession]], <span class="bibl">D.19.178</span> (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1402a25</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>319a</span>; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Euthd.</span>274a</span>: pl., Metrod. ap. Phld. <span class="title">Rh.</span>1.88S.; [[ἐπαγγέλματι]], opp. <b class="b3">κατ' ἀλήθειαν</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.182</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[subject]] of a treatise, that which it [[purports]] to contain, τὸ ἐ. τοῦ λόγου <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>33</span>; τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.<span class="title">Tact.Praef.</span>7. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[ἐπαγγελία]] 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. <span class="bibl">Aët.15.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[art]], [[profession]], τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας <span class="bibl">M.Ant.3.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:45, 1 January 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A promise, profession, D.19.178 (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐ. Arist.Rh.1402a25, cf. Pl.Prt.319a; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd.274a: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182. 2 subject of a treatise, that which it purports to contain, τὸ ἐ. τοῦ λόγου D.H.Dem.33; τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7. 3 = ἐπαγγελία 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. Aët.15.16. 4 art, profession, τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας M.Ant.3.2.
German (Pape)
[Seite 893] τό, Ankündigung; D. Hal. de vi Dem. 33; das Versprechen, καὶ ὑποσχέσεις 19, 178; wie professio, das Fach, zu welchem sich Einer bekennt, ἐπαγγέλλεσθαι Plat. Prot. 319 a Euthyd. 274 a. Dah. ἐπαγγέλματι μέν εἰσι τέχναι dem κατ' ἀλήθειαν entggstzt, Sext. Emp. adv. gramm. 182.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγγελμα: τό, ἀγγελία, ἄγγελμα, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι ἄνευ σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας τότε Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα ψεῦδος γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. ἐπαγγέλλω 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, ἐκκλησία, συνέλευσις Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, ἔνθα διάφ. γρ. ἐπαγγελία. 5) διαταγή, προσταγή, Λεόντ. Μοναχ. 693Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 déclaration, promesse ; chose promise;
2 τὰ ἐπαγγέλματα les comices à Rome.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.
English (Strong)
from ἐπαγγέλλω; a self-committal (by assurance of conferring some good): promise.
English (Thayer)
ἐπαγγελματος, τό (ἐπαγγέλλω), a promise: Demosthenes, Isocrates, others.)
Greek Monolingual
το (AM ἐπάγγελμα) επαγγέλλομαι
βιοποριστική εργασία («το επάγγελμα του δικηγόρου»)
νεοελλ.
φρ.
1. «ελευθέρια ή ελεύθερα επαγγέλματα» — αυτά που δεν ανήκουν στην εξαρτημένη εργασία, που ασκούνται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που δεν ανήκουν στον υπαλληλικό κλάδο
2. «εξ επαγγέλματος»
α) (για δικαστή) από δική του πρωτοβουλία, από επαγγελματική υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, χωρίς μήνυση κάποιου
β) (γι' αυτόν που θεωρεί έργο του να κάνει κάτι) από μακρόχρονη άσκηση και συνήθεια
μσν.
1. καλή αγγελία («ἐνεφύης δὲ γαστρί, φέρων αὐτοῑς τὸ ἐπάγγελμα», Μηναία)
2. προσταγή
αρχ.
1. επαγγελία, υπόσχεση («τοῡτό ἐστιν, ἔφη... τὸ ἐπάγγελμα, ὅ ἐπαγγέλλομαι», Πλάτ.)
2. το θέμα μιας πραγματείας
3. ἐπαγγέλματα
σύνοδος, εκκλησία, συνέλευση τών Ρωμαίων πολιτών
4. η διαφημιζόμενη ιαματική ιδιότητα ενός φαρμάκου.
Greek Monotonic
ἐπάγγελμα: -ατος, τό, υπόσχεση, διακήρυξη, εξαγγελία, σε Δημ.· η επαγγελματική ιδιότητα κάποιου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάγγελμα: ατος τό
1) объявление, заявление (τὸ ἐ. ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.): ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ πάντως δὲ καὶ κατὰ ἀλήθειαν Sext. на словах, но отнюдь не на деле;
2) обещание, предложение (ὑποσχέσεις καὶ ἐπαγγέλματα Dem.);
3) pl. (в Риме) комиции Plut.
Middle Liddell
ἐπάγγελμα, ατος, τό, [from ἐπαγγέλλω
a promise, profession, Dem.:— one's profession, Plat.
Chinese
原文音譯:™p£ggelma 誒普-昂給而馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-信息(果效)
字義溯源:自受約束,應許,宣告;源自(ἐπαγγέλλομαι)=在宣告);由(ἐπί)*=因著)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編:
1) 應許(2) 彼後1:4; 彼後3:13