ἔρευνα: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erevna | |Transliteration C=erevna | ||
|Beta Code=e)/reuna | |Beta Code=e)/reuna | ||
|Definition=ης, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inquiry]], [[search]], <b class="b3">ἔ. τινός</b> [[search]] for.., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>566</span>, cf. <span class="title">Ichn.</span>92 ; <b class="b3">οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς</b>; <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>328</span>; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1351b34</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>38.19</span> (ii B. C.) ; v. [[ἔραυνα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[exploratory operation]], Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.50.46.2</span>.</span> | |Definition=ης, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inquiry]], [[search]], <b class="b3">ἔ. τινός</b> [[search]] for.., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>566</span>, cf. <span class="title">Ichn.</span>92; <b class="b3">οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς</b>; <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>328</span>; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1351b34</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>38.19</span> (ii B. C.); v. [[ἔραυνα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[exploratory operation]], Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.50.46.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:13, 23 May 2021
English (LSJ)
ης, ἡ, A inquiry, search, ἔ. τινός search for.., S.OT566, cf. Ichn.92; οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς; E.Ion328; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist.Oec.1351b34, cf. PTeb.38.19 (ii B. C.); v. ἔραυνα. II exploratory operation, Herod.Med. ap. Orib.50.46.2.
German (Pape)
[Seite 1026] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρευνα: -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, ζήτησις, ἀναζήτησις, ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
recherche, perquisition.
Étymologie: cf. ἔρομαι.
Greek Monolingual
η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια του ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα της οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση του εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση του εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].
Greek Monotonic
ἔρευνα: -ης, ἡ (ἔρομαι), έρευνα, ανίχνευση, αναζήτηση· ἔρ. ἔχειν τινός, διενεργώ έρευνα για κάποιον, τον αναζητώ, σε Σοφ.· ᾄσσειν εἰς ἔρευναν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρευνα: ἡ
1) поиски (ζήτησις καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;
2) разыскивание, расследование: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;
3) обыск (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.).
Middle Liddell
ἔρευνα, ης, ἡ, ἔρομαι
inquiry, search, ἔρ. ἔχειν τινός to make search for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur.