καταστατικός: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastatikos | |Transliteration C=katastatikos | ||
|Beta Code=katastatiko/s | |Beta Code=katastatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted for calming]], ἔννοιαι <span class="bibl">Eust.1041.20</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. [[power to calm]], of music, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>4</span>; cf. καταστηματικός ''ΙΙ''. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἀποκαταστατικός]] ''1'', μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(1).247. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> -[[κόν]], [[τό]], | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted for calming]], ἔννοιαι <span class="bibl">Eust.1041.20</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. [[power to calm]], of music, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>4</span>; cf. καταστηματικός ''ΙΙ''. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἀποκαταστατικός]] ''1'', μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(1).247. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> -[[κόν]], [[τό]], perhaps banker's [[charge for weighing]], PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -[[κῶς]], = [[ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς]], Aps. p.243 H., al.: Comp. -ώτερον<b class="b3">, διηγεῖσθαι</b> Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>392</span>; [[διαβάλλειν]] ib.<span class="bibl">616</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:45, 14 September 2021
English (LSJ)
ή, όν, A fitted for calming, ἔννοιαι Eust.1041.20; τὸ κ. power to calm, of music, Plu.Lyc.4; cf. καταστηματικός ΙΙ. 2 = ἀποκαταστατικός 1, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(1).247. 3 -κόν, τό, perhaps banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -κῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: Comp. -ώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp.392; διαβάλλειν ib.616.
Greek (Liddell-Scott)
καταστατικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν δύναμις, ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ κόσμιον ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο λεληθότως τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la vertu d’arrêter, de calmer.
Étymologie: καθίστημι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση
2. φρ. «καταστατικός χάρτης» — ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καταστατικό
το σύνολο τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την ταυτότητα και τον σκοπό και διέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου
αρχ.
1. ο κατάλληλος στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει
2. αποκαταστατικός
3. το ουδ. ως ουσ. τo καταστατικόν
α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η δύναμη για καταπράυνση
β) η υποχρέωση του τραπεζίτη για ζύγιση τών νομισμάτων.
επίρρ...
καταστατικῶς (Α)
με αφηγηματικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστατός «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του καθίστημι που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. γένος].
Greek Monotonic
καταστᾰτικός: -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταστᾰτικός: успокаивающий, унимающий, утоляющий: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.
Middle Liddell
καταστᾰτικός, ή, όν καθίστημι
fitted for calming: τὸ κ. a power to calm, of music, Plut.