εὐπινής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
m (Text replacement - "s. v.l." to "s. v.l.")
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpinis
|Transliteration C=efpinis
|Beta Code=eu)pinh/s
|Beta Code=eu)pinh/s
|Definition=ές, (πίνος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neat]], [[tidy]], οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. <span class="title">Melanipp.Capt.Fr.</span>6.11 ([[si varia lectio|s. v.l.]]); so perhaps <span class="bibl">Cratin.414</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bright]], [[decorative]], <b class="b3">τὸν χαλκὸν… ἔφασαν… λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου</b> (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.3.5</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">7</span>: hence metaph., of the style of ancient writers, [[elegant]], [[simple]], [[quaint]], Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat [[εὐπινὲς]] et urbanum, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span> 12.6.3</span> (Adv. -[[νῶς]] ib.<span class="bibl">15.17.2</span>); as [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀπηνής]], [[ἁρμονία]] D.H.<span class="title">Comp.</span> <span class="bibl">22</span>. (<b class="b3">εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος</b>, <b class="b2">Et.Gud.d</b>, EM395.4: <b class="b3">εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον</b>, Phot.) </span>
|Definition=ές, (πίνος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neat]], [[tidy]], οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. <span class="title">Melanipp.Capt.Fr.</span>6.11 ([[si vera lectio|s. v.l.]]); so perhaps <span class="bibl">Cratin.414</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bright]], [[decorative]], <b class="b3">τὸν χαλκὸν… ἔφασαν… λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου</b> (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.3.5</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">7</span>: hence metaph., of the style of ancient writers, [[elegant]], [[simple]], [[quaint]], Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat [[εὐπινὲς]] et urbanum, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span> 12.6.3</span> (Adv. -[[νῶς]] ib.<span class="bibl">15.17.2</span>); as [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀπηνής]], [[ἁρμονία]] D.H.<span class="title">Comp.</span> <span class="bibl">22</span>. (<b class="b3">εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος</b>, <b class="b2">Et.Gud.d</b>, EM395.4: <b class="b3">εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον</b>, Phot.) </span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:33, 1 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπινής Medium diacritics: εὐπινής Low diacritics: ευπινής Capitals: ΕΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: eupinḗs Transliteration B: eupinēs Transliteration C: efpinis Beta Code: eu)pinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος) A neat, tidy, οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. Melanipp.Capt.Fr.6.11 (s. v.l.); so perhaps Cratin.414. II bright, decorative, τὸν χαλκὸν… ἔφασαν… λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. Orib.49.3.5 (Comp.), cf. 7: hence metaph., of the style of ancient writers, elegant, simple, quaint, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat εὐπινὲς et urbanum, Cic.Att. 12.6.3 (Adv. -νῶς ib.15.17.2); as v.l. for ἀπηνής, ἁρμονία D.H.Comp. 22. (εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος, Et.Gud.d, EM395.4: εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον, Phot.)

Greek (Liddell-Scott)

εὐπινής: -ές, (πίνος) ὁ ἱκανὸν πίνον, ἤτοι ῥύπον ἐξ ἐλαίου καὶ κόνεως ἔχων ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐπὶ ἀθλητοῦ ἐν τῇ παλαίστρᾳ, καλῶς γεγυμνασμένος, ῥωμαλέος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 118· ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, χαλκὸς... εὐπινέστερος... τοῦ σιδήρου Ὀρειβάσ. 121 Mai. II. μὲ ἱκανὴν σκωρίαν ἐκ τοῦ χρόνου ἢ τῆς ἀρχαιότητος, κυρίως ἐπὶ ἀρχαίων ἀγαλμάτων· ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλοῦς, ἀφελής, φυσικός, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12. 6, 3· οὕτω δὲ καὶ Ἐπιρρ. -νῶς, αὐτόθι 15. 17, 2· ― περὶ τῆς λέξ. ἴδε Toup. ἐν Λογγίνῳ 30, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 301, 329, Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ. : πρβλ. πίνος, εὐπίνεια, ἀρχαιοπινής, πινόομαι.

Greek Monolingual

εὐπινής, -ές (Α)
1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι
2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός
3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής
4. (για ύφος) απλό, αφελές
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπινές
τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον»
6. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «εὐπινής
εὐειδής».
επίρρ...
εὐπινῶς (Α)
κομψά, με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πινής (< πίνος «ρύπος, ακαθαρσία»), πρβλ. δυσ-πινής].

Russian (Dvoretsky)

εὐπῐνής: πίνος досл. покрытый патиной, перен. (о стиле) покрытый налетом древности, стародавний, древний Cic.