φιλόκαλος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filokalos | |Transliteration C=filokalos | ||
|Beta Code=filo/kalos | |Beta Code=filo/kalos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[loving the beautiful]] (both of personal and moral beauty), [[loving beauty and goodness]], Pl.Phdr.248d, Criti.111e, Com.Adesp. Oxy.1239.18, etc.; [[τὸ φιλόκαλον]] Plu.2.61d, 1026d.<br><span class="bld">2</span> [[fond of effect and elegance]], X.Cyr.1.3.3; φιλόκαλον περὶ ὅπλα ib.2.1.22; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος = a [[man]] of [[taste]] Isoc.1.26, cf. 10.57; of the [[peacock]], Arist.HA488b24. Adv., [[φιλοκάλως]] ἔχειν περί τι J.AJ12.2.1, cf. Gal.14.218, etc.: Comp. φιλοκαλώτερον κοπρίσαι [[more]] [[elaborately]], Gp.5.26.10.<br><span class="bld">II</span> [[fond of honour]], [[seeking honour]], φιλοκαλώτεροι ἐν τοῖς κινδύνοις X.Smp.4.15, cf. Arist.EN 1125b12, 1179b9.<br><span class="bld">III</span> κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι = to [[see]] by [[work]]ing out the [[calculation]], Iamb. in Nic.p.124 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόκαλος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν [[πρός]] τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3. | |lstext='''φῐλόκαλος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν [[πρός]] τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλόκᾰλος:'''<br /><b class="num">1)</b> любящий красивое, поклоняющийся красоте Plat.: φ. περὶ τὰ [[ὅπλα]] Xen. любящий красивое оружие; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα | |elrutext='''φιλόκᾰλος:'''<br /><b class="num">1)</b> любящий красивое, поклоняющийся красоте Plat.: φ. περὶ τὰ [[ὅπλα]] Xen. любящий красивое оружие; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. любящий красиво одеваться;<br /><b class="num">2)</b> желающий быть красивым ([[ταώς]] Arst.): φ. ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. любящий блеснуть презрением к опасностям. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:22, 12 January 2022
English (LSJ)
ον,
A loving the beautiful (both of personal and moral beauty), loving beauty and goodness, Pl.Phdr.248d, Criti.111e, Com.Adesp. Oxy.1239.18, etc.; τὸ φιλόκαλον Plu.2.61d, 1026d.
2 fond of effect and elegance, X.Cyr.1.3.3; φιλόκαλον περὶ ὅπλα ib.2.1.22; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος = a man of taste Isoc.1.26, cf. 10.57; of the peacock, Arist.HA488b24. Adv., φιλοκάλως ἔχειν περί τι J.AJ12.2.1, cf. Gal.14.218, etc.: Comp. φιλοκαλώτερον κοπρίσαι more elaborately, Gp.5.26.10.
II fond of honour, seeking honour, φιλοκαλώτεροι ἐν τοῖς κινδύνοις X.Smp.4.15, cf. Arist.EN 1125b12, 1179b9.
III κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι = to see by working out the calculation, Iamb. in Nic.p.124 P.
German (Pape)
[Seite 1280] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκαλος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα αὐτόθι 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν πρός τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime les belles choses, la parure, l’élégance ; τὸ φιλόκαλον l’amour des belles choses;
2 qui aime la vertu, l’honnêteté, la noblesse des sentiments;
Cp. φιλοκαλώτερος.
Étymologie: φίλος, καλός.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόκαλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῖς τοιαύτοις», Ξεν.)
2. αυτός που επιζητεί διάκριση, τιμές
3. αυτός που εκτελεί αριθμητικές πράξεις, λογαριασμούς
4. ο φιλομαθής
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαλον
η φιλοκαλία.
επίρρ...
φιλοκάλως ΝΜΑ, και φιλόκαλα Ν
με φιλοκαλία, καλαισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καλός.
Greek Monotonic
φῐλόκᾰλος: -ον, αυτός που αγαπά την ομορφιά, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
I. αυτός που αγαπά τη λεπτότητα και την κομψότητα, σε Ξεν.
II. αυτός που αγαπά τις τιμές, αναζητά τις τιμές, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκᾰλος:
1) любящий красивое, поклоняющийся красоте Plat.: φ. περὶ τὰ ὅπλα Xen. любящий красивое оружие; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. любящий красиво одеваться;
2) желающий быть красивым (ταώς Arst.): φ. ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. любящий блеснуть презрением к опасностям.
Middle Liddell
φῐλό-κᾰλος, ον,
I. loving the beautiful, Plat., Xen., etc.: — fond of effect and elegance, Xen.
II. fond of honour, seeking honour, Xen.