χείλος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, το / [[χεῖλος]], -είλους και -<i>είλεος</i>, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. [[χέλλος]] Α<br /><b>1.</b> καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές του δέρματος που αποτελούν το [[περίγραμμα]] της στοματικής σχισμής, το [[χείλι]] και αχείλι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) το ακραίο [[τμήμα]] αντικειμένου ή επιφάνειας με την οποία οριοθετείται ένα [[άνοιγμα]] (α. «γέμισε το [[ποτήρι]] ώς τα χείλη» β. «το [[χείλος]] του κρατήρα» γ. «δώσω τοι κρητήρα τετυγμένον<br />[[ἀργύρεος]] δὲ ἔστιν [[ἅπας]], χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράανται]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «τῆς τάφρου τὰ χείλεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χείλος]] αιδοίου»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις παράλληλες δερματικές πτυχές που αφορίζουν από [[κάθε]] [[πλευρά]] τη [[σχισμή]] του αιδοίου<br />β) «δάγκωσε τα χείλη σου» — λέγεται σε κάποιον που είπε [[κάτι]] ανεπιθύμητο ή [[κάτι]] το οποίο δεν έπρεπε να πει<br />γ) «από χείλη βγήκε σε χείλη μπήκε» — δηλώνει ότι ένα [[μυστικό]], από τη [[στιγμή]] που θα ειπωθεί [[έστω]] και από έναν, γίνεται [[αμέσως]] γνωστό σε πολλούς<br />δ) «στο [[χείλος]] του γκρεμού [ή της αβύσσου]»<br /><b>μτφ.</b> σε ιδιαίτερα κρίσιμη [[θέση]]<br />ε) «με την [[ψυχή]] στα χείλη» — σε [[κατάσταση]] σωματικής ή ψυχικής καταπόνησης<br />στ) «μού 'ψήσε το [[ψάρι]] στα χείλη» — μέ τυράννησε, μέ βασάνισε, μού 'βγαλε το [[λάδι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «άρρωστο [[χείλος]] και νηστικό μαγούλι» — δηλώνει ότι τα ωχρά χείλη [[είναι]] [[σύμπτωμα]] νοσηρής κατάστασης, ενώ τα αδύνατα μάγουλα [[μεγάλης]] φτώχειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[γλώσσα]], το [[μέσο]] επικοινωνίας [[μεταξύ]] τών ανθρώπων («καὶ ἦν πᾱσα ἡ γῆ χεῑλος ἕν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ράμφος]] πτηνού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δάκνω]] τὰ χείλη» — λεγόταν για να δηλωθεί η ιδιαίτερα δύσκολη [[θέση]] ή το [[δίλημμα]] ενός προσώπου (Εύβουλ)<br />β) «τοῖς χείλεσι» και «ἐν τοῖς χείλεσι» — φαινομενικά, όχι αληθινά (ΠΔ και ΚΔ)<br />γ) «ἀπ' ἄκρου χείλους» — επιπόλαια (<b>Λουκιαν.</b>)<br />δ) «ἀπὸ χειλέων» — [[χωρίς]] ειλικρινή ψυχική [[διάθεση]], επιφανειακά (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» — με ακατάσχετη [[φλυαρία]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) «[[πειθώ]] τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν» — λεγόταν σχετικά με τη [[ρητορική]] [[δεινότητα]] του Περικλέους <b>(Εύπ.)</b><br />ζ) «ἐπ' ἄκρου τοῦ χείλους ἔχω τι» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[επιπολαιότητα]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί πιθ. να συνδεθεί με έναν αβέβαιης σημ. αρχ. ισλανδ. τ. <i>gjolnar</i>, ο [[οποίος]] ερμηνεύεται από τους μελετητές [[είτε]] ως «[[σαγόνι]]» [[είτε]] ως «[[μουστάκι]]». Οι παρλλ. τ. <i>χῆλος</i> και [[χέλλος]], με τους οποίους απαντά η λ. [[χεῖλος]] στις άλλες διαλέκτους, οδηγούν στην [[αναγωγή]] της σε ένα θ. <i>χελ</i>-, [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να προσδιοριστεί το [[επίθημα]], [[αφού]] οι διαλεκτικές αυτές γρφ. θα μπορούσε να έχουν προέλθει [[είτε]] από τ. <i>χελ</i>-<i>σος</i> [[είτε]] από τ. <i>χελ</i>-<i>νος</i>. Αντίθετα, [[ένας]] τ. <i>χελ</i>-<i>Fος</i> δεν θεωρείται [[πιθανός]], [[γιατί]] με [[βάση]] αυτόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί μόνον ο τ. [[χεῖλος]]. Τέλος, η λ. [[χεῖλος]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με τον τ. [[χελύνη]]].
|mltxt=-ους, το / [[χεῖλος]], -είλους και -<i>είλεος</i>, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. [[χέλλος]] Α<br /><b>1.</b> καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές του δέρματος που αποτελούν το [[περίγραμμα]] της στοματικής σχισμής, το [[χείλι]] και αχείλι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) το ακραίο [[τμήμα]] αντικειμένου ή επιφάνειας με την οποία οριοθετείται ένα [[άνοιγμα]] (α. «γέμισε το [[ποτήρι]] ώς τα χείλη» β. «το [[χείλος]] του κρατήρα» γ. «δώσω τοι κρητήρα τετυγμένον<br />[[ἀργύρεος]] δὲ ἔστιν [[ἅπας]], χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράανται]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «τῆς τάφρου τὰ χείλεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χείλος]] αιδοίου»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις παράλληλες δερματικές πτυχές που αφορίζουν από [[κάθε]] [[πλευρά]] τη [[σχισμή]] του αιδοίου<br />β) «δάγκωσε τα χείλη σου» — λέγεται σε κάποιον που είπε [[κάτι]] ανεπιθύμητο ή [[κάτι]] το οποίο δεν έπρεπε να πει<br />γ) «από χείλη βγήκε σε χείλη μπήκε» — δηλώνει ότι ένα [[μυστικό]], από τη [[στιγμή]] που θα ειπωθεί [[έστω]] και από έναν, γίνεται [[αμέσως]] γνωστό σε πολλούς<br />δ) «στο [[χείλος]] του γκρεμού [ή της αβύσσου]»<br /><b>μτφ.</b> σε ιδιαίτερα κρίσιμη [[θέση]]<br />ε) «με την [[ψυχή]] στα χείλη» — σε [[κατάσταση]] σωματικής ή ψυχικής καταπόνησης<br />στ) «μού 'ψήσε το [[ψάρι]] στα χείλη» — μέ τυράννησε, μέ βασάνισε, μού 'βγαλε το [[λάδι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «άρρωστο [[χείλος]] και νηστικό μαγούλι» — δηλώνει ότι τα ωχρά χείλη [[είναι]] [[σύμπτωμα]] νοσηρής κατάστασης, ενώ τα αδύνατα μάγουλα [[μεγάλης]] φτώχειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[γλώσσα]], το [[μέσο]] επικοινωνίας [[μεταξύ]] τών ανθρώπων («καὶ ἦν πᾱσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ράμφος]] πτηνού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δάκνω]] τὰ χείλη» — λεγόταν για να δηλωθεί η ιδιαίτερα δύσκολη [[θέση]] ή το [[δίλημμα]] ενός προσώπου (Εύβουλ)<br />β) «τοῖς χείλεσι» και «ἐν τοῖς χείλεσι» — φαινομενικά, όχι αληθινά (ΠΔ και ΚΔ)<br />γ) «ἀπ' ἄκρου χείλους» — επιπόλαια (<b>Λουκιαν.</b>)<br />δ) «ἀπὸ χειλέων» — [[χωρίς]] ειλικρινή ψυχική [[διάθεση]], επιφανειακά (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» — με ακατάσχετη [[φλυαρία]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) «[[πειθώ]] τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν» — λεγόταν σχετικά με τη [[ρητορική]] [[δεινότητα]] του Περικλέους <b>(Εύπ.)</b><br />ζ) «ἐπ' ἄκρου τοῦ χείλους ἔχω τι» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[επιπολαιότητα]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί πιθ. να συνδεθεί με έναν αβέβαιης σημ. αρχ. ισλανδ. τ. <i>gjolnar</i>, ο [[οποίος]] ερμηνεύεται από τους μελετητές [[είτε]] ως «[[σαγόνι]]» [[είτε]] ως «[[μουστάκι]]». Οι παρλλ. τ. <i>χῆλος</i> και [[χέλλος]], με τους οποίους απαντά η λ. [[χεῖλος]] στις άλλες διαλέκτους, οδηγούν στην [[αναγωγή]] της σε ένα θ. <i>χελ</i>-, [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να προσδιοριστεί το [[επίθημα]], [[αφού]] οι διαλεκτικές αυτές γρφ. θα μπορούσε να έχουν προέλθει [[είτε]] από τ. <i>χελ</i>-<i>σος</i> [[είτε]] από τ. <i>χελ</i>-<i>νος</i>. Αντίθετα, [[ένας]] τ. <i>χελ</i>-<i>Fος</i> δεν θεωρείται [[πιθανός]], [[γιατί]] με [[βάση]] αυτόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί μόνον ο τ. [[χεῖλος]]. Τέλος, η λ. [[χεῖλος]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με τον τ. [[χελύνη]]].
}}
}}

Revision as of 16:09, 8 May 2022

Greek Monolingual

-ους, το / χεῖλος, -είλους και -είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α
1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές του δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα της στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι
2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα αντικειμένου ή επιφάνειας με την οποία οριοθετείται ένα άνοιγμα (α. «γέμισε το ποτήρι ώς τα χείλη» β. «το χείλος του κρατήρα» γ. «δώσω τοι κρητήρα τετυγμένον
ἀργύρεος δὲ ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται», Ομ. Οδ.
δ. «τῆς τάφρου τὰ χείλεα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «χείλος αιδοίου»
ανατ. καθεμία από τις παράλληλες δερματικές πτυχές που αφορίζουν από κάθε πλευρά τη σχισμή του αιδοίου
β) «δάγκωσε τα χείλη σου» — λέγεται σε κάποιον που είπε κάτι ανεπιθύμητο ή κάτι το οποίο δεν έπρεπε να πει
γ) «από χείλη βγήκε σε χείλη μπήκε» — δηλώνει ότι ένα μυστικό, από τη στιγμή που θα ειπωθεί έστω και από έναν, γίνεται αμέσως γνωστό σε πολλούς
δ) «στο χείλος του γκρεμού [ή της αβύσσου]»
μτφ. σε ιδιαίτερα κρίσιμη θέση
ε) «με την ψυχή στα χείλη» — σε κατάσταση σωματικής ή ψυχικής καταπόνησης
στ) «μού 'ψήσε το ψάρι στα χείλη» — μέ τυράννησε, μέ βασάνισε, μού 'βγαλε το λάδι
2. παροιμ. «άρρωστο χείλος και νηστικό μαγούλι» — δηλώνει ότι τα ωχρά χείλη είναι σύμπτωμα νοσηρής κατάστασης, ενώ τα αδύνατα μάγουλα μεγάλης φτώχειας
αρχ.
1. η γλώσσα, το μέσο επικοινωνίας μεταξύ τών ανθρώπων («καὶ ἦν πᾱσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν», ΠΔ)
2. ράμφος πτηνού
3. φρ. α) «δάκνω τὰ χείλη» — λεγόταν για να δηλωθεί η ιδιαίτερα δύσκολη θέση ή το δίλημμα ενός προσώπου (Εύβουλ)
β) «τοῖς χείλεσι» και «ἐν τοῖς χείλεσι» — φαινομενικά, όχι αληθινά (ΠΔ και ΚΔ)
γ) «ἀπ' ἄκρου χείλους» — επιπόλαια (Λουκιαν.)
δ) «ἀπὸ χειλέων» — χωρίς ειλικρινή ψυχική διάθεση, επιφανειακά (Πλούτ.)
ε) «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» — με ακατάσχετη φλυαρία (Αριστοφ.)
στ) «πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν» — λεγόταν σχετικά με τη ρητορική δεινότητα του Περικλέους (Εύπ.)
ζ) «ἐπ' ἄκρου τοῦ χείλους ἔχω τι» — χρησιμοποιώ κάτι με μεγάλη επιπολαιότητα (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί πιθ. να συνδεθεί με έναν αβέβαιης σημ. αρχ. ισλανδ. τ. gjolnar, ο οποίος ερμηνεύεται από τους μελετητές είτε ως «σαγόνι» είτε ως «μουστάκι». Οι παρλλ. τ. χῆλος και χέλλος, με τους οποίους απαντά η λ. χεῖλος στις άλλες διαλέκτους, οδηγούν στην αναγωγή της σε ένα θ. χελ-, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το επίθημα, αφού οι διαλεκτικές αυτές γρφ. θα μπορούσε να έχουν προέλθει είτε από τ. χελ-σος είτε από τ. χελ-νος. Αντίθετα, ένας τ. χελ-Fος δεν θεωρείται πιθανός, γιατί με βάση αυτόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί μόνον ο τ. χεῖλος. Τέλος, η λ. χεῖλος θα πρέπει να συνδεθεί με τον τ. χελύνη].