ὀγκώδης: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ogkodis | |Transliteration C=ogkodis | ||
|Beta Code=o)gkw/dhs | |Beta Code=o)gkw/dhs | ||
|Definition=(A), ες, ([[ὄγκος]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swelling]], [[rounded]], <b class="b3">πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα | |Definition=(A), ες, ([[ὄγκος]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swelling]], [[rounded]], <b class="b3">πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα</b>, of a [[horse]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.12</span>; <b class="b3">μέρος τι ὀ</b>. (sc. <b class="b3">τοῦ οἰσοφάγου</b>) <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>674b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[bulky]], <b class="b3">σώματα ὀγκώδη</b>, of [[bird]]s, ib.<span class="bibl">694a11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">GA</span>749b32</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[puffed up]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>90a</span>; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων [[weightiest]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1459b35</span>; ὀγκώδη ποιήματα [[bombastic]], <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>5.5</span>; [[τὸ ὀγκῶδες]] = [[turgidity]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Din.</span>7</span>, Heraclid. Pont. ap. <span class="bibl">Ath.4.624d</span>.</span><br />(B), ες, ([[ὀγκάομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[given to braying]], ὄνων ὀγκωδέστερος <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.34</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D. | |lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― [[τὸ ὀγκῶδες]], ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (ΑΜ [[ὀγκώδης]], -ῶδες) [[όγκος | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (ΑΜ [[ὀγκώδης]], -ῶδες) [[όγκος]] (Ι)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο όγκο, [[παχύς]], [[χοντρός]] φουσκωμένος (α. «[[ογκώδης]] [[τόμος]]» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν [[γαστέρα]] ὀγκωδεστέρα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στομφώδης]], [[πομπώδης]] («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκομψος]], [[βαρύς]], [[μπατάλικος]], [[χοντροκομμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κομπάζει, [[επηρμένος]] («οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[πολίτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για όρχηση και για την αιολική [[αρμονία]]) [[μεγαλοπρεπής]], [[εντυπωσιακός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ογκώδες</i><br />ο [[στόμφος]], το πομπώδες ύφος, η [[κομπορρημοσύνη]]·<br /><b>(II)</b><br />[[ὀγκώδης]], ὀγκῶδες (Α) [[ογκώμαι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[επιρρεπής]] στο να ονκάται, να γκαρίζει («[[ὄνος]] ὀγκωδέστερος», Αιλ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:50, 19 May 2022
English (LSJ)
(A), ες, (ὄγκος B) A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, of a horse, X.Eq.1.12; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA674b24. 2 bulky, σώματα ὀγκώδη, of birds, ib.694a11, cf. GA749b32 (Comp.). II metaph., puffed up, Pl.Men.90a; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων weightiest, Arist.Po.1459b35; ὀγκώδη ποιήματα bombastic, Phld. Po.5.5; τὸ ὀγκῶδες = turgidity, D.H.Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.
(B), ες, (ὀγκάομαι) A given to braying, ὄνων ὀγκωδέστερος Ael.NA12.34.
German (Pape)
[Seite 291] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχθής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκώδης: -ες, (ὄγκος Β, εἶδος) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· μέρος τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) μέγας τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ κόμπος, στόμφος, Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες :
gros, fort;
Cp. ὀγκωδέστερος.
Étymologie: ὀγκόω, -ωδης.
2ης, ες :
qui brait avec force;
Cp. ὀγκωδέστερος.
Étymologie: ὀγκάομαι, -ωδης.
Greek Monolingual
(I)
-ες (ΑΜ ὀγκώδης, -ῶδες) όγκος (Ι)
1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.)
2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)
νεοελλ.
άκομψος, βαρύς, μπατάλικος, χοντροκομμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλος
2. αυτός που κομπάζει, επηρμένος («οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς πολίτης», Πλάτ.)
3. αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», Αριστοτ.)
4. (για όρχηση και για την αιολική αρμονία) μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ογκώδες
ο στόμφος, το πομπώδες ύφος, η κομπορρημοσύνη·
(II)
ὀγκώδης, ὀγκῶδες (Α) ογκώμαι
αυτός που είναι επιρρεπής στο να ονκάται, να γκαρίζει («ὄνος ὀγκωδέστερος», Αιλ.).
Greek Monotonic
ὀγκώδης: -ες (ὄγκος Β, εἶδος)·
I. διογκωμένος, φουσκωμένος, σε Ξεν.
II. μεταφ., πομπώδης, αλαζόνας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγκώδης:
1) набухший, раздутый (πλευρά Xen.; μέρος τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2) крупный, полный или толстый (ὀ. καὶ πολύτροφος Plut.);
3) надутый, кичливый, чванный (ὀ. καὶ ἐπαχθής Plat.);
4) полный достоинства, величавый (τὸ μέτρον Arst.).
Middle Liddell
ὀγκ-ώδης, ες [ὄγκος2, εἶδος
I. swelling, rounded, Xen.
II. metaph. swollen, inflated, Plat.