επαναφέρω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπαναφέρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[πίσω]], [[ξαναφέρνω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]] («επανέφερε την [[τάξη]]»)<br /><b>3.</b> [[θέτω]] εκ νέου, [[προβάλλω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[συνέρχομαι]], [[αναλαμβάνω]], [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναφέρω]], [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («εἰ δὲ πεπόνθοντε λυγρὰ δι' ὑμετέραν [[κακότητα]], μή τι θεοῑς τούτων μοῑραν ἐπαμφέρετε», Σόλ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> ανάγομαι σε [[κάτι]] ως [[αίτιο]] («ἀφικέσθαι ἐπί [[τίνα]] [[ἀρχήν]], ἤ οὐκέτ' ἐπανοίσει ἐπ' [[ἄλλο]] φίλον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]], [[συμπεριλαμβάνω]] στον λογαριασμό<br /><b>4.</b> [[κομίζω]], [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[ιδίως]] αγγελίες<br /><b>5.</b> [[κάνω]] εμετό<br /><b>6.</b> <b>(ρητ.)</b> [[χρησιμοποιώ]] την [[επαναφορά]]<br /><b>7.</b> αναδίδομαι ως [[αναθυμίαση]] από το [[έδαφος]]<br /><b>8.</b> (για ήλιο ή αστέρια) ανυψώνομαι, [[ανατέλλω]]<br /><b>9.</b> κινούμαι [[προς]] την αντίθετη [[φορά]]<br /><b>10.</b> (για [[υγεία]]) βελτιώνομαι<br /><b>11.</b> <b>αστρολ.</b> [[παίρνω]] την πρώτη [[θέση]] [[μετά]] το [[κέντρο]].
|mltxt=(AM [[ἐπαναφέρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[πίσω]], [[ξαναφέρνω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]] («επανέφερε την [[τάξη]]»)<br /><b>3.</b> [[θέτω]] εκ νέου, [[προβάλλω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[συνέρχομαι]], [[αναλαμβάνω]], [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναφέρω]], [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («εἰ δὲ πεπόνθοντε λυγρὰ δι' ὑμετέραν [[κακότητα]], μή τι θεοῖς τούτων μοῑραν ἐπαμφέρετε», Σόλ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> ανάγομαι σε [[κάτι]] ως [[αίτιο]] («ἀφικέσθαι ἐπί [[τίνα]] [[ἀρχήν]], ἤ οὐκέτ' ἐπανοίσει ἐπ' [[ἄλλο]] φίλον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]], [[συμπεριλαμβάνω]] στον λογαριασμό<br /><b>4.</b> [[κομίζω]], [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[ιδίως]] αγγελίες<br /><b>5.</b> [[κάνω]] εμετό<br /><b>6.</b> <b>(ρητ.)</b> [[χρησιμοποιώ]] την [[επαναφορά]]<br /><b>7.</b> αναδίδομαι ως [[αναθυμίαση]] από το [[έδαφος]]<br /><b>8.</b> (για ήλιο ή αστέρια) ανυψώνομαι, [[ανατέλλω]]<br /><b>9.</b> κινούμαι [[προς]] την αντίθετη [[φορά]]<br /><b>10.</b> (για [[υγεία]]) βελτιώνομαι<br /><b>11.</b> <b>αστρολ.</b> [[παίρνω]] την πρώτη [[θέση]] [[μετά]] το [[κέντρο]].
}}
}}

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπαναφέρω)
νεοελλ.
1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω
2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη»)
3. θέτω εκ νέου, προβάλλω
μσν.
ζωντανεύω, ανασταίνομαι
αρχ.-μσν.
συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου
αρχ.
1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον («εἰ δὲ πεπόνθοντε λυγρὰ δι' ὑμετέραν κακότητα, μή τι θεοῖς τούτων μοῑραν ἐπαμφέρετε», Σόλ.)
2. (αμτβ.) ανάγομαι σε κάτι ως αίτιο («ἀφικέσθαι ἐπί τίνα ἀρχήν, ἤ οὐκέτ' ἐπανοίσει ἐπ' ἄλλο φίλον», Πλάτ.)
3. υπολογίζω, λογαριάζω, συμπεριλαμβάνω στον λογαριασμό
4. κομίζω, μεταφέρω, μεταβιβάζω, ιδίως αγγελίες
5. κάνω εμετό
6. (ρητ.) χρησιμοποιώ την επαναφορά
7. αναδίδομαι ως αναθυμίαση από το έδαφος
8. (για ήλιο ή αστέρια) ανυψώνομαι, ανατέλλω
9. κινούμαι προς την αντίθετη φορά
10. (για υγεία) βελτιώνομαι
11. αστρολ. παίρνω την πρώτη θέση μετά το κέντρο.