ὑπέρφρων: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπέρφρων:''' gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[высокомерный]], [[надменный]] (λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> горделивый (τὸ [[σῆμα]] ἐπ᾽ ἀσπίδος Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> уверенный в себе (ἡ [[τόλμα]] Thuc.). | |elrutext='''ὑπέρφρων:''' gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[высокомерный]], [[надменный]] (λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[горделивый]] (τὸ [[σῆμα]] ἐπ᾽ ἀσπίδος Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> уверенный в себе (ἡ [[τόλμα]] Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:56, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν) A haughty, arrogant, σῆμα, λόγοι, A.Th.387,410; φρονήματα E.Heracl.388: neut. pl. ὑπέρφρονα as adverb, S.Aj.1236. Regul. Adv. ὑπερφρόνως D.C.37.5,49 (this Adv. is censured by Poll.9.147). 2 in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος = from a sense of superiority, Th.2.62, D.C.45.43.
German (Pape)
[Seite 1204] ονος, darüberhinaus denkend, im guten Sinne, hochsinnig, über alles Kleinliche erhaben, Thuc. 2, 62. – Gew. tadelnd, über-, hochmüthig, stolz; λόγοι Aesch. Spt. 392; ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος 369; Soph. Ai. 1215; φρονήματα Eur. Heracl. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὑπερβαλλόντως ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, σῆμα, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. Ἡρακλ. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ Πολυδ. Θ΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
1 qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; plur. neutre adv. • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;
2 en b. part qui a des sentiments élevés, magnanime : ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.
Étymologie: ὑπέρ, φρήν.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)
2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον
γενναιοφροσύνη
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα
πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρό-φρων].
Greek Monotonic
ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),
1. φαντασμένος, υπερβολικά υπερήφανος, αλαζονικός, περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπέρφρονα, ως επίρρ., σε Σοφ.
2. με θετική σημασία, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, από αίσθηση υπεροχής, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρφρων: gen. ονος
1) высокомерный, надменный (λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.);
2) горделивый (τὸ σῆμα ἐπ᾽ ἀσπίδος Aesch.);
3) уверенный в себе (ἡ τόλμα Thuc.).
Middle Liddell
ὑπέρφρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
1. over-proud, haughty, disdainful, arrogant, Aesch., Eur.: neut. pl. ὑπέρφρονα as adv., Soph.
2. in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος from a sense of superiority, Thuc.