μετάληψις: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετάληψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сопричастие]], [[причастность]] (κάλλους τε καὶ δικαιοσύνης Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[участие]]: λόγων μ. Plat. участие в спорах, диалектические упражнения,;<br /><b class="num">3)</b> [[получение по преемству]], [[наследование]] (τῆς ἀρχῆς Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[изменение]], [[замена]] (τοῦ σχήματος Polyb.): ἐκ μεταλήψεως Polyb. (в связи) с заменой;<br /><b class="num">5)</b> [[обмен]] (τινος [[ἀντί]] τινος Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[принятие]], [[вкушение]] (sc. βρωμάτων NT);<br /><b class="num">7)</b> рит. металепс(ис) (фигура замены одного слова другим, напр., [[Ἣφαιστος]] вм. [[πῦρ]]);<br /><b class="num">8)</b> грам. замена буквы (напр., [[τοί]] вм. [[σοί]]);<br /><b class="num">9)</b> лог. (условное) принятие, положение, допущение (συλλογισμὸς κατὰ μετάληψιν Arst.). | |elrutext='''μετάληψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сопричастие]], [[причастность]] (κάλλους τε καὶ δικαιοσύνης Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[участие]]: λόγων μ. Plat. участие в спорах, диалектические упражнения,;<br /><b class="num">3)</b> [[получение по преемству]], [[наследование]] (τῆς ἀρχῆς Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[изменение]], [[замена]] (τοῦ σχήματος Polyb.): ἐκ μεταλήψεως Polyb. (в связи) с заменой;<br /><b class="num">5)</b> [[обмен]] (τινος [[ἀντί]] τινος Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[принятие]], [[вкушение]] (sc. βρωμάτων NT);<br /><b class="num">7)</b> рит. металепс(ис) (фигура замены одного слова другим, напр., [[Ἣφαιστος]] вм. [[πῦρ]]);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[замена буквы]] (напр., [[τοί]] вм. [[σοί]]);<br /><b class="num">9)</b> лог. (условное) принятие, положение, допущение (συλλογισμὸς κατὰ μετάληψιν Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 08:36, 20 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A participation, Pl.Prm.131a; λόγων in philosophy, Id.R.539d; γένεσις μ. οὐσίας Id.Def.411a; γίνεσθαι κατὰ τὴν μ. [τοῦ εἴδους] Arist.GC335b14, cf. Metaph.1072b20, etc.; partaking of food, 1 Ep.Ti.4.3. 2 concurrence, POxy.1273.39 (iii A. D.), etc. 3 Gramm., τὸ λέγων μ. ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ is shared by... A.D.Adv.124.1. II alternation, τῶν λόγων Pl.Tht.173b; αἱ μ. τοῦ σχήματος Plb.9.20.2; ἐκ μεταλήψεως Id.2.33.4. 2 succession, μ. τῆς ἀρχῆς Id.31.13.3. 3 taking one thing instead of another, ἡ ἀντὶ τοῦ μείζονος ἐλάττονος μ. Arist.Rh.1369b25. 4 Rhet., use of one word for another, as of Ἥφαιστος for πῦρ, Quint.8.6.37, Trypho Trop.5, etc.; transference of meaning, Eust.79.12. 5 objection, counterplea, Sch.Pl.Euthphr.4d; esp. concurrence coupled with objection, Syrian. in Hermog.2.153 R., Corn. Rh.p.391 H. 6 συλλογισμοὶ κατὰ μετάληψιν hypothetical syllogisms involving the substitution of a proposition for the original thesis, Arist.APr.45b17; cf. μεταλαμβάνω VI. 7 Gramm., change of construction, A.D.Synt.210.3; change in dialect, ib.335.1; change of name, Demetr.Lac.Herc.1014.60. 8 translation, rendering, Eust. ad D.P.180; ἡ εἰς τὸ Ἑλληνικὸν μ. Id.ib.294. 9 transference, αἱ ἐς νεφροὺς καὶ κύστιας -λήψιες Aret.SD1.9. 10 κατὰ μετάληψιν κατατεῖναι, of reflex tension over a pulley (cf. μεταληπτικός ΙΙ), Heliod. ap. Orib.48.9.25.
German (Pape)
[Seite 148] ἡ, das Theilnehmen, die Theilnahme, λόγων, Plat. Rep. VII, 539 d. – Veränderung, Vertauschung, Theaet. 173 d u. Sp.; ἐκ μεταλήψεως τοῖς ξίφεσι χρῆσθαι, d. i. den Speer mit dem Schwerte vertauschen u. dies brauchen, Pol. 2, 33, 4; übh. Veränderung, σχήματος, 9, 20, 2; τῆς ἀρχῆς, die Nachfolge im Amte, 31, 21, 3. – Bei den Rhetoren von verschiedenen Figuren. – Auch = Auslegung, Deutung.
Greek (Liddell-Scott)
μετάληψις: ἡ, μετοχή, συμμετοχή, κοινωνία, Πλάτ. Παρμ. 131Α· τινος, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· γίνεσθαι κατὰ τὴν μ. [τοῦ εἴδους] Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 9, 5, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 7, 8, καὶ ἴδε τὴν λ. μεταληπτικός. ΙΙ. παρέκβασις, περιτροπή, τῶν λόγων Πλάτ. Θεαίτ. 173Β· ἀλλαγή, περὶ τὰς τῶν σχημάτων μεταλήψεις Πολύβ. 9. 20, 2· ἐκ μεταλήψεως τοῖς ξίφεσι χρῆσθαι, ἐκ περιτροπῆς, ὁ αὐτ. ἐν 2. 33, 4· πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 5. 2) διαδοχή, μ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν 31. 21, 3. 3) τὸ λαμβάνειν τι ἀντὶ ἑτέρου, ἡ ἀντὶ τοῦ μείζονος ἐλάττονος μ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 18. 4) ἐν τῇ Ρητορ., ἡ χρῆσις λέξεώς τινος ἀντὶ ἑτέρας, οἷον Ἥφαιστος ἀντὶ πῦρ, Κοϊντιλ. 8. 6, 37. 5) περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἴδε μεταλαμβάνω V. 6) παρὰ τοῖς Γραμμ., μεταβολὴ συντάξεως· ― ὡσαύτως μεταβολὴ διαλέκτου, μεταλλαγή, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 328· ― ὡσαύτως ἑρμηνεία, ἐξήγησις, Εὐστ. 79. 12 κἑξ. ΙΙΙ. Ἐκκλησ., ἡ θεία μετάληψις, Ἰουστίνου Ἀπολ. Ι, 67, Πέτρ. Ἀλεξ. 480D, Βασίλ. ΙΙΙ, 1573, κλ. ― ἀκολουθία τῆς μεταλήψεως, ἀναγινωσκομένη ὑπὸ τοῦ μέλλοντος μεταλαβεῖν τῶν θείων μυστηρίων, Τυπικ. 33. 2) ὁ μεταλαμβανόμενος ἄρτος καὶ οἶνος τῆς εὐχαριστίας, Εἰρην. 1236Β, Ἰω. Μόσχος 2989Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de prendre part, participation à, gén.;
II. action de prendre ensuite, après un autre;
III. action de prendre en échange :
1 changement;
2 échange, permutation.
Étymologie: μεταλαμβάνω.
English (Thayer)
(L T Tr WH μετάλημψις (see Mu)), μεταληψεως, ἡ (μεταλαμβάνω), a taking, participation, (Plato, Plutarch, others): of the use of food, εἰς μετάληψιν, to be taken or received, 1 Timothy 4:3.
Greek Monotonic
μετάληψις: ἡ, συμμετοχή, σε Πλάτ.· τινος, σε κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μετάληψις: εως ἡ
1) сопричастие, причастность (κάλλους τε καὶ δικαιοσύνης Plat.);
2) участие: λόγων μ. Plat. участие в спорах, диалектические упражнения,;
3) получение по преемству, наследование (τῆς ἀρχῆς Polyb.);
4) изменение, замена (τοῦ σχήματος Polyb.): ἐκ μεταλήψεως Polyb. (в связи) с заменой;
5) обмен (τινος ἀντί τινος Arst.);
6) принятие, вкушение (sc. βρωμάτων NT);
7) рит. металепс(ис) (фигура замены одного слова другим, напр., Ἣφαιστος вм. πῦρ);
8) грам. замена буквы (напр., τοί вм. σοί);
9) лог. (условное) принятие, положение, допущение (συλλογισμὸς κατὰ μετάληψιν Arst.).
Middle Liddell
μετά-ληψις, ιος, ἡ,
participation, Plat.; τινος in a thing, Il.