οὐλόμενος: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "<b class="b2">;</b> " to ";") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oulomenos | |Transliteration C=oulomenos | ||
|Beta Code=ou)lo/menos | |Beta Code=ou)lo/menos | ||
|Definition=η, ον, poet. (metri gr.) for [[ὀλόμενος]], aor. part. of [[ὄλλυμαι]], used as a term of abuse, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accursed]], i.e. one of or to whom the word [[ὄλοιτο]] (or [[ὄλοιο]]) may be used (opp. [[ὀνήμενος]]), <span class="bibl">Il.14.84</span>; ἄλοχος <span class="bibl">Od.4.92</span>; μῆνις <span class="bibl">Il.1.2</span>; Ἄτη <span class="bibl">19.92</span>; φάρμακον <span class="bibl">Od.10.394</span>; γαστήρ <span class="bibl">15.344</span>; Γῆρας <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>225</span>, etc.; νοῦσος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.293</span>; [[ἔριδες]], [[ὕβρις]], <span class="bibl">Thgn.390</span>, <span class="bibl">1174</span>; Νεῖκος <span class="bibl">Emp.17.19</span>: used by Trag. in lyr., στένω σετᾶς οὐ. τύχας <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>399</span>; πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν' αἰκίσματα νεκρῶν <span class="bibl">E. <span class="title">Ph.</span>1529</span>; also in trim. in unlengthd. form, ὀλόμενε παίδων, ποῖον εἴρηκας λόγον | |Definition=η, ον, poet. (metri gr.) for [[ὀλόμενος]], aor. part. of [[ὄλλυμαι]], used as a term of abuse, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accursed]], i.e. one of or to whom the word [[ὄλοιτο]] (or [[ὄλοιο]]) may be used (opp. [[ὀνήμενος]]), <span class="bibl">Il.14.84</span>; ἄλοχος <span class="bibl">Od.4.92</span>; μῆνις <span class="bibl">Il.1.2</span>; Ἄτη <span class="bibl">19.92</span>; φάρμακον <span class="bibl">Od.10.394</span>; γαστήρ <span class="bibl">15.344</span>; Γῆρας <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>225</span>, etc.; νοῦσος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.293</span>; [[ἔριδες]], [[ὕβρις]], <span class="bibl">Thgn.390</span>, <span class="bibl">1174</span>; Νεῖκος <span class="bibl">Emp.17.19</span>: used by Trag. in lyr., στένω σετᾶς οὐ. τύχας <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>399</span>; πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν' αἰκίσματα νεκρῶν <span class="bibl">E. <span class="title">Ph.</span>1529</span>; also in trim. in unlengthd. form, ὀλόμενε παίδων, ποῖον εἴρηκας λόγον ;<span class="bibl">Trag.Adesp.2</span> (= <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>185</span>). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ruined]], [[lost]]: hence, [[unhappy]], [[wretched]], ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>152</span>; in lit. sense, ἃ πλείστους ἔκανεν Ἑλλάνων δορὶ παρὰ ποταμὸν ὀλομένους <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1307</span>; <b class="b3">πύργων ὀλομένων</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[οὐλ]].) <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>1109</span>; τίς ἄρα μ'… πατρίδος οὐλομένας ἀπολωτιεῖ ;<span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>792</span> (in the two last passages Erfurdt conjectured [[ὀλλυμένων]], [[ὀλλυμένας]]); Aeol. ὠλόμενος dub. sens. in Alc.<span class="title">Oxy.</span>1788<span class="title">Fr.</span>4.20.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 21 August 2022
English (LSJ)
η, ον, poet. (metri gr.) for ὀλόμενος, aor. part. of ὄλλυμαι, used as a term of abuse, A accursed, i.e. one of or to whom the word ὄλοιτο (or ὄλοιο) may be used (opp. ὀνήμενος), Il.14.84; ἄλοχος Od.4.92; μῆνις Il.1.2; Ἄτη 19.92; φάρμακον Od.10.394; γαστήρ 15.344; Γῆρας Hes.Th.225, etc.; νοῦσος Pi.P.4.293; ἔριδες, ὕβρις, Thgn.390, 1174; Νεῖκος Emp.17.19: used by Trag. in lyr., στένω σετᾶς οὐ. τύχας A.Pr.399; πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν' αἰκίσματα νεκρῶν E. Ph.1529; also in trim. in unlengthd. form, ὀλόμενε παίδων, ποῖον εἴρηκας λόγον ;Trag.Adesp.2 (= S.Fr.185). II ruined, lost: hence, unhappy, wretched, ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ A.Ch.152; in lit. sense, ἃ πλείστους ἔκανεν Ἑλλάνων δορὶ παρὰ ποταμὸν ὀλομένους E.Or.1307; πύργων ὀλομένων (v.l. οὐλ.) Id.IT1109; τίς ἄρα μ'… πατρίδος οὐλομένας ἀπολωτιεῖ ;Id.IA792 (in the two last passages Erfurdt conjectured ὀλλυμένων, ὀλλυμένας); Aeol. ὠλόμενος dub. sens. in Alc.Oxy.1788Fr.4.20.
German (Pape)
[Seite 413] eigtl. poet. für ὀλόμενος, part. aor. II. med. von ὄλλυμι, nur adjectivisch gebraucht, verderblich, Unheil bringend; von Personen, Il. 14, 84; ἄλοχος, Od. 4, 92. 11, 410 u. öfter; von Sachen, γαστήρ, 17, 474, öfter; μῆνιν οὐλομένην, ἣ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν, Il. 1, 2; aber Od. 18, 273, γάμος οὐλομένης ἐμέθεν, τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα, erklärt man des Zusatzes wegen für »verloren«, »unglücklich«, Apoll. L. H. τῆς ἀπολομένης; – Pind. nennt das Alter u. die Krankheit so, P. 4, 293. 10, 41; vgl. Hes. Th. 225; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 802. – Bei Soph. Ant. 833 steht οὐλομένα, sonst nicht bei Tragg., daher man auch bei Soph. hat ändern wollen.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόμενος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀλόμενος, μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ ὄλλυμι, ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, ὀλέθριος, θανατηφόρος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 92˙ μῆνις Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ φάρμακον Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ γῆρας Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ νοῦσος Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, ὕβρις Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, στένω σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. σημασία τῆς λέξ., δυστυχής, ἀτυχής, ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, οἷον τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 perdu, ruiné;
2 pernicieux, funeste.
Étymologie: part. ao.2 Moy. de ὄλλυμι, p. ὀλόμενος.
English (Autenrieth)
(ὄλλῦμι): accursed, cursed, properly designating that upon which the imprecation ὄλοιο has been pronounced.
English (Slater)
οὐλόμενος
1 wretched οὐλομέναν νοῦσον (P. 4.293) γῆρας οὐλόμενον (P. 10.41) στάσιν οὐλομέναν (Pae. 9.15)
Greek Monolingual
οὐλόμενος, -ένη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος)
1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ' οὐλόμενον», Ησίοδ.)
2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς
3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένος τ. της μτχ. του μέσου αορ. β' ὠλόμην του ὄλλυμι, με μετρική έκταση του ο- σε ου-].
Greek Monotonic
οὐλόμενος: -η, -ον, Αττ. ὀλόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι, το οποίο χρησιμ. ως επίθ.
I. καταστροφικός, φθοροποιός, ολέθριος, μοιραίος, Λατ. fatalis, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. δυστυχής, αφανισμένος, χαμένος, Λατ. perditus, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οὐλόμενος: атт. ὀλόμενος 3 [part. aor. 2 к ὄλλυμι
1) губительный, пагубный, роковой (μῆνις Ἀχιλῆος, ἄλοχος, φάρμακον Hom.; γῆρας Hes.; νοῦσος Pind.; αἱ τύχαι Aesch.);
2) погибший, злополучный (πλεῖστοι Ἑλλάνων Eur.): ἵετε δάκρυ ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ Aesch. лейте скорбные слезы над погибшим господином (т. е. над Агамемноном).
Middle Liddell
οὐλόμενος, η, ον [aor2 mid. part. of ὄλλυμι, used as adj.]
I. destructive, baneful, Lat. fatalis, Hom., Hes., etc.
II. unhappy, undone, lost, Lat. perditus, Aesch., Eur.