προθέω: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> courir en avant;<br /><b>2</b> dépasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> | |btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> courir en avant;<br /><b>2</b> dépasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> s'avancer au delà de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 07:55, 22 August 2022
English (LSJ)
(A), A run before, Il.10.362; πολὺ προθέεσκε he was far ahead, 22.459, Od.11.515; opp. ἀπολείπομαι, Pl.Cra.412a: c. gen., outrun, Ael.NA7.26, Jul.Caes.315b; βέλη π. τῆς ὄψεως Plu.Crass.18. 2 run forward or forth, X.An.5.8.13, A.R.1.314, J.BJ3.10.1. II c. acc., outrun, outstrip, X.Cyn.3.7.
προθέω (B), 3pl. προθέουσιν, sometimes taken as a form of προτίθημι, found once in Hom., τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι; A do they therefore appoint for him revilings to utter? Il.1.291 (but expld. fr. προθέω (A) by Aristarch., with ὀνείδεα as subj.; perhaps, do his insults dash forward for utterance?).
German (Pape)
[Seite 723] alte Stammform von προτίθημι, von der Il. 1, 291 προθέουσι = προτιθέασι vorkommt, τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μνθήσασθαι; stellen sie ihm frei, Schmähworte auszustoßen? Scholl. Aristonic. ὅτι συνήθως ἑαυτῷ προθέουσι τὰ ὀνείδη; also Aristarch nahm ὀνείδη als Subject, sah also in προθέουσι das Verbum προθέω »vorlaufen«, laufen ihm die Schmähworte zum Aussprechen hervor, so daß er sie aussprechen muß? (s. θέω), vorlaufen, Xen. An. 5, 8, 13; voranlaufen, ὁ δέ τε προθέῃσι, Il. 10, 362; πολὺ προθέεσκε, 22, 459, er blieb im Laufe weit voran, wie Od. 11, 515; Ggstz von ἀπολείπεσθαι, Plat. Crat. 412 a u. Sp., wie Luc. Gall. 12; τινός, Plut. Crass. 18; τί, Opp. H. 4, 431.
Greek (Liddell-Scott)
προθέω: μέλλ. -θεύσομαι, προτρέχω, τρέχω ἐμπρός, Ἰλ. Κ. 362· πολὺ προθέεσκε, κατὰ πολὺ προεῖχε, προηγεῖτο εἰς τὸν δρόμον, αὐτόθι Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 240· ἀντίθετ. τῷ ἀπολείπομαι, Πλάτ. Κρατ. 412Α. 2) τρέχω πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὑπερβαίνω εἰς τὸν δρόμον, ὑπερτερῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3, 7, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26· μετὰ γεν., Πλούτ. Κράσσ. 18.
French (Bailly abrégé)
11 courir en avant;
2 dépasser à la course, acc. ; fig. s'avancer au delà de, gén..
Étymologie: πρό, θέω.
English (Autenrieth)
ipf. iter. προθέεσκε, subj. προθέῃσι: run before, outstrip.
Greek Monolingual
(I)
Α
1. προηγούμαι στον δρόμο, τρέχω μπροστά («πολὺ προθέεσκεν ἑὸν μένος οὐδενὶ εἴκων», Ομ. Οδ.)
2. τρέχω προς τα εμπρός
3. ξεπερνώ κάποιον στον δρόμο («βέλη δὲ πτηνὰ προθέοντα τῆς ὄψεως», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θέω «τρέχω, προχωρώ γρήγορα»].
(II)
Α
(αρχικός ριζικός τύπος του προτίθημι) παρορμώ κάποιον.
Greek Monotonic
προθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. 1. προτρέχω, τρέχω εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.· πολὺ προθέεσκε (Ιων. παρατ.), κατά πολύ προηγείτο στο δρόμο, σε Όμηρ.
2. τρέχω προς τα εμπρός ή μπροστά, σε Ξεν.
II. με αιτ., υπερβαίνω, υπερτερώ, στον ίδ.· με γεν., σε Πλούτ.
• προθέω: παλιός τύπος του προ-τίθημι, τοὕνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι, γι' αυτό του επιτρέπουν να μιλά με υβριστικές λέξεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
προθέω: (= προτίθημι) позволять: οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι; Hom. (неужели боги) разрешают ему (т. е. Ахиллу) говорить оскорбительные речи?
I
1) бежать вперед или впереди Xen.: πολὺ προθέεσκε Hom. (на состязаниях Неоптолем) бежал далеко впереди (всех);
2) опережать (οὔτε ἀπολείπεσθαι, οὔτε π. Plat.): βέλη προθέοντα τῆς ὄψεως Plut. копья, поражавшие раньше, чем их можно было увидеть.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-θέω, imperf. iter. 3 sing. προθέεσκε, vooruitlopen, vooruitrennen:; πολὺ προθέεσκε hij rende steeds ver voor de anderen uit Il. 22.459; met gen.: βέλη... προθέοντα τῆς ὄψεως pijlen die sneller vlogen dan je ogen konden volgen Plut. Crass. 18.3.
Middle Liddell
1 fut. -θεύσομαι
I. to run before, Il.; πολὺ προθέεσκε (ionic imperf.) he was far ahead, Hom.
2. to run forward or forth, Xen.
II. c. acc. to outrun, outstrip, Xen.; c. gen., Plut.
2 [old form of προτίθημι
τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι do they therefore let him speak reproachful words? Il.