ἀνάλγητος: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de choses</i> qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> insensible à la douleur ; <i>au mor.</i> engourdi, insensible;<br /><b>2</b> insensible à la douleur (d’autrui), dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλγέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de choses</i> qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> insensible à la douleur ; <i>au mor.</i> engourdi, insensible;<br /><b>2</b> insensible à la douleur (d'autrui), dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλγέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλγητος Medium diacritics: ἀνάλγητος Low diacritics: ανάλγητος Capitals: ΑΝΑΛΓΗΤΟΣ
Transliteration A: análgētos Transliteration B: analgētos Transliteration C: analgitos Beta Code: a)na/lghtos

English (LSJ)

ον, A without pain, and so: I of persons, insensible to pain or danger, Meliss. ap. Arist.Xen.974a19, cf. EN1115b26. 2 unfeeling, hard-hearted, ruthless, S.Aj.946 (lyr.); -ότερος εἶναι to feel less resentment, Th.3.40: c. gen., ἀ. γενέσθαι τινός to be ins nsible to, Plu.Aem.35. Adv. -τως unfeelingly, S.Aj.1333; callously, ἀ. ἀκούειν Plu.2.46c. II of things, not painful, ἀνάλγητα (sc. πράγματα) a lot free from pain, S.Tr.126. 2 cruel, πάθος E.Hipp.1386 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλγητος: -ον, ἄνευ ἄλγους, καὶ ἑπομένως: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, ἀδιάφορος, εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηθὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - ἀόργητος, ἀντίθετον τῷ ὀργίλος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων πρός τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ τέλος. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, σκληροκάρδιος, ἀνοικτίρμων, Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος εἶναι, ἧττον εὐαίσθητος, ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: μετὰ γεν., ἀν. εἶναί τινος, ἀναίσθητος πρός τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἄνευ ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) σκληρός, ἀνηλεής, πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. en parl. de choses qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;
II. en parl. de pers.
1 insensible à la douleur ; au mor. engourdi, insensible;
2 insensible à la douleur (d'autrui), dur, cruel.
Étymologie: , ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 insensible al dolor físico, Arist.Xen.974a19, cf. EN 1115b26, Luc.Tim.13, a la ira, Arist.EE 1221a16, al placer, Arist.EE 1231a33
insensible, romo, UPZ 110.94 (II a.C.) (ap. crít.), Poll.5.121.
2 que no siente el dolor de otro, sin sentimientos, cruel ἀναλγήτων ... Ἀτρειδᾶν S.Ai.946, ἀναλγητότεροι ... τῶν ἐπιβουλευσάντων φανῆναι Th.3.40, μηδένα γενέσθαι ... τοῦ πάθους ἀνάλγητον Plu.Aem.35, cf. LXX Pr.14.23
de abstr. τῆσδ' ἀναλγήτου πάθους de esta cruel tortura E.Hipp.1386.
II indoloro, que no causa dolor, no doloroso ἀνάλγητα ... πάντα S.Tr.126, ἔπειτα ὑποχονδρία καὶ πλευρά, εἰ ἀνάλγητα Hp.Acut.(Sp.) 22.
III adv. -ως cruelmente S.Ai.1333
insensiblemente ἀ. ... ἀκουστέον Plu.2.46c, cf. PPar.63.3.94.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλγητος, -ον)
(για ανθρώπους)
1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος
2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος
αρχ.
(για πράγματα)
1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη
2. ανηλεής, σκληρός
3. (για πρόσωπα) μη ευαίσθητος, απρόθυμος για εκδίκηση (Θουκ. Γ, 40).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλγῶ.
ΠΑΡ. αναλγησία
νεοελλ.
αναλγητικός].

Greek Monotonic

ἀνάλγητος: -ον (ἀλγέω), χωρίς πόνο, και ομοίως,
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αναίσθητος, αδιάφορος στον πόνο, σε Αριστ.
2. σκληρόκαρδος, ανοικτίρμων, αδίστακτος, σε Σοφ.· ἀναλγητότερος εἶναι, λιγότερο θλιμμένος, σε Θουκ.· με γεν., ἀν. εἶναί τινος, αναίσθητος ως προς κάτι, σε Πλούτ.· επίρρ. -τως, αναίσθητα, ανηλεώς, σε Σοφ.
II. λέγεται για πράγματα, μη επώδυνος, στον ίδ.
2. σκληρός, ανηλεής, πάθος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάλγητος:
1) безболезненный Soph.;
2) нечувствительный, невосприимчивый (Arst., Luc.; ἀ. τινος Plut.);
3) бесчувственный, равнодушный; безжалостный, жестокий Soph., Eur., Thuc.

Middle Liddell

ἀλγέω
without pain, and so:
I. of persons, insensible to pain, Arist.
2. unfeeling, hard-hearted, ruthless, Soph.; ἀναλγητότερος εἶναι to feel less grieved, Thuc.: c. gen., ἀν. εἶναί τινος to be insensible to, Plut.:—adv. -τως, unfeelingly, Soph.
II. of things, not painful, Soph.
2. cruel, πάθος Eur.

English (Woodhouse)

blunted in feeling, with one's feelings dulled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)