Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προφθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=προφθάνω
|Full diacritics=προφθᾰ́νω
|Medium diacritics=προφθάνω
|Medium diacritics=προφθάνω
|Low diacritics=προφθάνω
|Low diacritics=προφθάνω
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προφθάνω:''' [ᾰ], μέλ. -[[φθάσω]] [ᾰ] και -[[φθήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-έφθᾰσα</i>, αόρ. βʹ <i>προὔφθην</i> (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] σε <i>-μι</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[φθάνω]], [[προφταίνω]], με αιτ., σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., βρίσκομαι εκ των προτέρων, [[προλαβαίνω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προφθάνω:''' [ᾰ], μέλ. -[[φθάσω]] [ᾰ] και -[[φθήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-έφθᾰσα</i>, αόρ. βʹ <i>προὔφθην</i> (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] σε <i>-μι</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[φθάνω]], [[προφταίνω]], με αιτ., σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., βρίσκομαι εκ των προτέρων, [[προλαβαίνω]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-φθάνω te snel af zijn, vóór zijn; met acc..; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν mijn hart dat mijn tong te snel af is Aeschl. Ag. 1028; met ptc..; προὔφθης με παρακύψασα je bent me voor met gluren Aristoph. Eccl. 884; abs.. στόματι προφθῆναι θέλων omdat ik hem met mijn speer vóór wilde zijn Eur. Phoen. 1385.
|elnltext=προ-φθάνω te snel af zijn, vóór zijn; met acc..; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν mijn hart dat mijn tong te snel af is Aeschl. Ag. 1028; met ptc..; προὔφθης με παρακύψασα je bent me voor met gluren Aristoph. Eccl. 884; abs.. στόματι προφθῆναι θέλων omdat ik hem met mijn speer vóór wilde zijn Eur. Phoen. 1385.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:28, 8 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφθᾰ́νω Medium diacritics: προφθάνω Low diacritics: προφθάνω Capitals: ΠΡΟΦΘΑΝΩ
Transliteration A: prophthánō Transliteration B: prophthanō Transliteration C: profthano Beta Code: profqa/nw

English (LSJ)

[ᾰ], A outrun, anticipate, c. acc., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν A.Ag.1028 (lyr.); ἐγὼ . . σε προφθάσας λέγω . . Pl.R.500a, cf. PCair.Zen.520.2 (iii B.C.): c. part., προὔφθης με παρακύψασα Ar.Ec. 884, cf. Th.7.73, LXX 1 Ki.20.25, al.: c. gen., προέφθασα τοῦ φυγεῖν ib.Jn.4.2, cf. 1 Ma.10.4. 2 abs., to be beforehand, στόματι E.Ph. 1385, Theo Sm.p.160H.: aor. Med., προφθάμενος A.R.4.913.

German (Pape)

[Seite 797] (s. φθάνω), Einem zuvorkommen; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν ἂν τάδ' ἐξέχει, Aesch. Ag. 1028; προφθῆναι θέλων, Eur. Phoen. 1394; προὔφθης με παρακύψασα, Ar. Eccl. 884; Thuc. 3, 69; ἐγώ σε προφθάσας λέγω, Plat. Rep. VI, 500 a; προφθάσας αὐτὸν ἔφη, Ath. III, 109 b, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προφθάνω: [ᾰ], μέλλ. -φθάσω [ᾰ] καὶ -φθήσομαι· - φθάνω πρὸ ἄλλου, προλαμβάνω, προφθάνω, μετ’ αἰτ., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1028· ἐγὼ… σε προφθάσας λέγω… Πλάτ. Πολ. 500Α· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., προὔφθης με παρακύψασα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 884, πρβλ. Θουκ. 7. 73. 2) ἀπολ., προλαμβάνω, προφθῆναι θέλων «προλαβεῖν θέλων» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1385 ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ., προφθάμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 913, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13. 19.

French (Bailly abrégé)

prévenir, devancer, acc..
Étymologie: πρό, φθάνω.

English (Strong)

from πρό and φθάνω; to get an earlier start of, i.e. anticipate: prevent.

English (Thayer)

1st aorist προέφθασα; to come before, to anticipate: αὐτόν προεφθασε λέγων, he spoke before him (R. V. spake first to him), or anticipated his remark, Aeschylus, Euripides, Aristophanes, Plutarch; the Sept..)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν
1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων»
ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν»
Αισχύλ.)
2. την κατάλληλη στιγμή διασώζω κάποιον από κίνδυνο ή καταστροφή (α. «πρόφτασε, Παναγιά μου» β. «τὸ πρωϊ τὸ ἔλεός Σου προφθάσει με»
ΠΔ)
νεοελλ.
διαθέτω τον απαιτούμενο χρόνο, χρήμα, αντοχή κ.λπ. (α. «δεν προφταίνω να τελειώσω τη δουλειά μου απόψε» β. «δεν προφταίνω τα έξοδα τών παιδιών» γ. «έτρεχε γρήγορα, δεν μπορούσα να τον προφτάσω»).

Greek Monotonic

προφθάνω: [ᾰ], μέλ. -φθάσω [ᾰ] και -φθήσομαι, αόρ. αʹ -έφθᾰσα, αόρ. βʹ προὔφθην (όπως αν προερχόταν από ρήμα σε -μι
1. φθάνω, προφταίνω, με αιτ., σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. απόλ., βρίσκομαι εκ των προτέρων, προλαβαίνω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προφθάνω: (ᾰ) упреждать, предупреждать, тж. предвосхищать: ἐγώ σε προφθάσας λέγω Plat. я вместо тебя отвечу; δεδιὼς μὴ προφθάσωσι διελθόντες Thuc. боясь, как бы (афиняне) не успели раньше пройти; νῦν μέν με παρακύψασα προὔφθης Arph. а ты выглянула из окна раньше меня; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν Aesch. сердце, опередив язык, т. е. почувствовав все прежде, чем явились слова.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φθάνω te snel af zijn, vóór zijn; met acc..; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν mijn hart dat mijn tong te snel af is Aeschl. Ag. 1028; met ptc..; προὔφθης με παρακύψασα je bent me voor met gluren Aristoph. Eccl. 884; abs.. στόματι προφθῆναι θέλων omdat ik hem met mijn speer vóór wilde zijn Eur. Phoen. 1385.

Middle Liddell

fut. -φθάσω fut. -φθήσομαι aor1 -έφθᾰσα aor2 προὔφθην
1. to outrun, anticipate, c. acc., Aesch., Plat.
2. absol. to be beforehand, Eur.

Chinese

原文音譯:profq£nw 普羅-弗他挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-超越
字義溯源:先發制人,先,先來,預期;由(πρό)*=前)與(φθάνω)*=先到)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 先(1) 太17:25