επανάγω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπανάγω]]) [[άγω]]<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] στην προηγούμενη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[επαναφέρω]] («ἐπανήγαγες | |mltxt=(AM [[ἐπανάγω]]) [[άγω]]<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] στην προηγούμενη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[επαναφέρω]] («ἐπανήγαγες ἡμᾶς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξαναφέρνω]] μια [[υπόθεση]] στο δικαστήριο, [[κάνω]] [[έφεση]], [[εφεσιβάλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]] («ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανυψώνω]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] σε ανοιχτό [[μέρος]] («πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σέρνω]] [[προς]] τα [[πίσω]] («ἐπεζήτησε τὸν ἄνθρωπο καὶ συλλαβοῦσ' ἐπανήγαγεν ὡς ἡμᾶς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποκαθιστώ]]<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζω]] σε κάποιον [[ξανά]] μια [[υπόθεση]] για να αποφασίσει («ἐπαναγέσθω [[πάλιν]] ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναφέρω]] με [[ευγνωμοσύνη]], [[ευγνωμονώ]]<br /><b>7.</b> αποσύρομαι, [[υποχωρώ]]<br /><b>8.</b> [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>9.</b> απομακρύνομαι από την [[ξηρά]] [[προς]] τη [[θάλασσα]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b> <i>ἐπανάγομαι</i><br /><b>1.</b> ανοίγομαι στο [[πέλαγος]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐπανήχθησαν ἐπὶ τὴν Χίον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαπλέω]] ποταμό<br /><b>3.</b> αναρρωνύω, [[ξαναβρίσκω]] την [[υγεία]] μου, [[αποκτώ]] και [[πάλι]] τις δυνάμεις μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπανάγω]] ἐπί τι» — συνεπάγομαι, [[οδηγώ]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 9 September 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπανάγω) άγω
φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾶς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία)
νεοελλ.
ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω
αρχ.
Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν», Ηρόδ.)
2. ανυψώνω
3. οδηγώ σε ανοιχτό μέρος («πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν», Πλάτ.)
3. σέρνω προς τα πίσω («ἐπεζήτησε τὸν ἄνθρωπο καὶ συλλαβοῦσ' ἐπανήγαγεν ὡς ἡμᾶς», Ξεν.)
4. αποκαθιστώ
5. παρουσιάζω σε κάποιον ξανά μια υπόθεση για να αποφασίσει («ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, Αριστοτ.)
6. αναφέρω με ευγνωμοσύνη, ευγνωμονώ
7. αποσύρομαι, υποχωρώ
8. επιστρέφω, ξαναγυρίζω σε κάτι
9. απομακρύνομαι από την ξηρά προς τη θάλασσα
ΙΙ. μέσ. ἐπανάγομαι
1. ανοίγομαι στο πέλαγος εναντίον κάποιου («ἐπανήχθησαν ἐπὶ τὴν Χίον», Ξεν.)
2. διαπλέω ποταμό
3. αναρρωνύω, ξαναβρίσκω την υγεία μου, αποκτώ και πάλι τις δυνάμεις μου
4. φρ. «ἐπανάγω ἐπί τι» — συνεπάγομαι, οδηγώ σε κάτι.