ἀχθηδών: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)xqhdw/n | |Beta Code=a)xqhdw/n | ||
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[weight]], [[burden]], ἀ. κακοῦ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[vexation]], [[annoyance]], <span class="bibl">Th.2.37</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>734a</span>; <b class="b3">ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα</b> for the sake of [[teasing]], <span class="bibl">Th.4.40</span>; <b class="b3">μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου</b> ἀκούσης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>9</span>.</span> | |Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[weight]], [[burden]], ἀ. κακοῦ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[vexation]], [[annoyance]], <span class="bibl">Th.2.37</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>734a</span>; <b class="b3">ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα</b> for the sake of [[teasing]], <span class="bibl">Th.4.40</span>; <b class="b3">μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου</b> ἀκούσης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>9</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όνος, ἡ<br />[[peso]], [[carga]] τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ A.<i>Pr</i>.26, cf. Pl.<i>Cra</i>.419c, Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[molestia]], [[fastidio]] op. [[ἡδονή]] Pl.<i>Lg</i>.734a, Th.2.37, Hp.<i>Liqu</i>.1, Aristid.Quint.57.33, δι' ἀχθηδόνα por molestar</i> Th.4.40, μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃς no me atiendas a disgusto</i> Luc.<i>Tox</i>.9, ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρειν Fauorin.<i>de Ex</i>.10.48, c. gen. obj. δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείας D.C.42.13.4<br /><b class="num">•</b>en un sent. físico [[desagrado]], [[repulsión]] τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγει Aret.<i>CA</i> 2.10.1, ἀχθηδὼν ἐς πάντα Aret.<i>SD</i> 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj. ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Aret.<i>CA</i> 2.4.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> poids accablant;<br /><b>2</b> souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]]. | |btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> poids accablant;<br /><b>2</b> souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 1 October 2022
English (LSJ)
όνος, ἡ, A weight, burden, ἀ. κακοῦ A.Pr.26. 2 metaph., vexation, annoyance, Th.2.37, Pl.Lg.734a; ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα for the sake of teasing, Th.4.40; μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσης Luc.Tox.9.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
peso, carga τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ A.Pr.26, cf. Pl.Cra.419c, Hsch.
•fig. molestia, fastidio op. ἡδονή Pl.Lg.734a, Th.2.37, Hp.Liqu.1, Aristid.Quint.57.33, δι' ἀχθηδόνα por molestar Th.4.40, μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃς no me atiendas a disgusto Luc.Tox.9, ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρειν Fauorin.de Ex.10.48, c. gen. obj. δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείας D.C.42.13.4
•en un sent. físico desagrado, repulsión τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγει Aret.CA 2.10.1, ἀχθηδὼν ἐς πάντα Aret.SD 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj. ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Aret.CA 2.4.2.
German (Pape)
[Seite 418] όνος, ἡ, eigtl. Last, Bürde, Aesch. Prom. 26; übertr., Schmerz, s. Plat. Crat. 419 c (ἀπεικασμένον τῷ τῆς φορᾶς βάρει); auch im plur., Thuc. 2, 37; ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα, um ihn zu ärgern, 4, 40; πρὸς ἀχθηδόνα ἀκούειν, mit Widerwillen, Luc. Tox. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθηδών: -όνος, ἡ, βάρος, φορτίον, ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., λύπη, ταλαιπωρία, ἀθλιότης, ἀνία, δυσθυμία, Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· ἐρέσθαι τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, χάριν ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς ἐναντίον μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ ἄχθος, ὡς τὸ ἀλγηδών ἐκ τοῦ ἄλγος, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.)
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
1 poids accablant;
2 souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).
Étymologie: ἄχθος.
Greek Monolingual
ἀχθηδών (-ονος), η (Α)
1. βάρος, φορτίο
2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + -δων-, επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη
πρβλ. ακεχηδών
«λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών.
Greek Monotonic
ἀχθηδών: -όνος, ἡ,
1. βάρος, φορτίο, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., λύπη, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορία, σε Θουκ., Πλάτ.· δι' ἀχθηδόνα, χάριν ενοχλήσεως, λέγεται για πείραγμα, σε Θουκ. (από το ἄχθος όπως το ἀλγηδών από το ἄλγος).
Russian (Dvoretsky)
ἀχθηδών: όνος ἡ
1) тяжесть, бремя (κακοῦ Aesch.);
2) мучение, скорбь Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой.
Middle Liddell
1. a weight, burden, Aesch.
2. metaph. grievance, distress, vexation, annoyance, Thuc., Plat.; δι' ἀχθηδόνα for the sake of teasing, Thuc. (From ἄχθος, as ἀλγηδών from ἄλγος.)