κόνυζα: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1482.png Seite 1482]] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; [[κακόφλοιος]] Nic. Al. 331; [[χαμαίζηλος]] Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in [[κνῦζα]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1482.png Seite 1482]] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; [[κακόφλοιος]] Nic. Al. 331; [[χαμαίζηλος]] Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in [[κνῦζα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> conyze <i>ou</i> herbe aux puces, encensière <i>(erigeron viscosum)</i>;<br /><b>2</b> autre plante <i>(inula Britannica ou</i> inule des fleuves).<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόνυζα''': -ης, -ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. [[κνύζα]], Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''κόνυζα''': -ης, -ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. [[κνύζα]], Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ης, ἡ, name of various species of Inula, fleabane, Hecat. 154 J., Arist.HA534b28, Thphr.HP6.2.6, Gal.12.35, etc.; poet. κνύζα Theoc.4.25, 7.68; κ. ἄρρην, = κ. μείζων, Dsc.3.121, Inula viscosa; κ. θήλεια Thphr. l. c.; = κ. μικρά, Dsc. l. c., I. graveolens, cf. Nic.Th. 875; a third species, = I. britannica, Thphr. l. c., Dsc. l. c.
German (Pape)
[Seite 1482] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; κακόφλοιος Nic. Al. 331; χαμαίζηλος Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in κνῦζα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 conyze ou herbe aux puces, encensière (erigeron viscosum);
2 autre plante (inula Britannica ou inule des fleuves).
Étymologie: DELG pê emprunt.
Greek (Liddell-Scott)
κόνυζα: -ης, -ἡ, εἶδος φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. κνύζα, Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑM κόνυζα και κνύζα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του φυτού Ιnula graveolens του γένους ίνουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με τα κνύω, κνῶ, κνίζω κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, ο τ. κόνυζα είναι μεταγενέστερο προϊόν μεταπλασμού, κατά τα όρυζα, μάνυζα, επίσης ονομασίες φυτών.
ΠΑΡ. αρχ. κονυζήεις, κονυζίτης.
Greek Monotonic
κόνυζα: -ης, ἡ, είδος φυτού με βαριά μυρωδιά, πουλικάρια, ψυλλόχορτο, αγγειόσπερμο φυτό, ποιητ. κνύζα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κόνυζα: ἡ бот. мелколепестник (Erigeron) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόνυζα -ης, ἡ vlooienkruid.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a strong smelling plant, `fleabane, Inula (viscosa, graveolens, britannica); (Hekat., Arist., Thphr., Dsc.),
Other forms: also σκόνυζα (Pherecr.) and κνύζα (Theoc.) > NGr. (Calabr.) kliza (Rohlfs ByzZ 37, 53, Wb. s. v.).
Derivatives: κονυζήεις κ.-like (Nic.), κονυζίτης (οἶνος) seasoned with κ. (Dsc., Gp.; Redard Les noms grecs en -της 97).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μώλυζα, μάνυζα, ὄρυζα, κόρυζα a. o. Formed from κονίς (s. v.), with dialectal κνύζα as reshaping after κνύω? On the other hand κνύζα (< *κνύγ-ι̯α?) has een compared withOWNo. hnykr (PGm. *hnuki-, IE. *knugi-) stench (to which κνόος, κνύω) Torp in Fick 3, 100. If so, κόνυζα could be reshaping after κονίς (acc. to Schwyzer 278 -ο- epenthesis.) - The variation rather points to a Pre-Greek word (note also the σ-); Fur. 183, 381.
Middle Liddell
κόνυζα, ης, ἡ,
a strong-smelling plant, fleabane, pulicaria, poet. κνύζα, Theocr.
Frisk Etymology German
κόνυζα: {kónuza}
Forms: auch σκόνυζα (Pherekr.) und κνύζα (Theok.) > ngr. (kalabr.) kliza usw. (Rohlfs ByzZ 37, 53, Wb. s. v.),
Grammar: f. (Hekat., Arist., Thphr., Dsk. u. a.),
Meaning: N. einer stark riechenden Pflanze, ‘Flohkraut, Inula (viscosa, graveolens, britannica)’;
Derivative: davon κονυζήεις ‘κ.-ähnlich’ (Nik.), κονυζίτης (οἶνος) ‘mit κ. gewürzt’ (Dsk., Gp.; Redard Les noms grecs en -της 97).
Etymology: Bildung wie μώλυζα, μάνυζα, ὄρυζα, κόρυζα u. a. Kann nach diesen zu κονίς (s. d.) gebildet sein, wobei das dialektale κνύζα sich als Umbildung nach κνύω erklären läßt. Anderseits ist κνύζα (< *κνύγι̯α?) mit awno. hnykr (urg. *hnuki-, idg. *knugi-) Gestank (wozu κνόος, κνύω) verglichen worden (Torp bei Fick 3, 100). Wenn richtig, ist κόνυζα sekundäre Umbildung nach κονίς (nach Schwyzer 278 -ο- Vokalentfaltung).
Page 1,913-914