σκοτία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] ἡ, Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] ἡ, Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> ténèbres, obscurité;<br /><b>II.</b> <i>t. d'archit.</i> <b>1</b> triglyphe, <i>c.</i> [[τροχίλος]];<br /><b>2</b> scotie, sorte de gouttière.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτία''': ἡ, ([[σκότος]]) [[σκότος]], γνόφος, [[ἀχλύς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1698, Γρηγόρ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 187, 190, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Μοῖρ. σ. 354. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ ὑπὸ ἐξέχουσαν γραμμὴν βαθὺ ὑπόσκαμμα, cavetto, κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς βαθείας ἢ σκοτεινῆς σκιᾶς, ἣν σχηματίζει, Ἡσύχ., Βιτρούβ. 3. 3.
|lstext='''σκοτία''': ἡ, ([[σκότος]]) [[σκότος]], γνόφος, [[ἀχλύς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1698, Γρηγόρ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 187, 190, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Μοῖρ. σ. 354. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ ὑπὸ ἐξέχουσαν γραμμὴν βαθὺ ὑπόσκαμμα, cavetto, κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς βαθείας ἢ σκοτεινῆς σκιᾶς, ἣν σχηματίζει, Ἡσύχ., Βιτρούβ. 3. 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> ténèbres, obscurité;<br /><b>II.</b> <i>t. d'archit.</i> <b>1</b> triglyphe, <i>c.</i> [[τροχίλος]];<br /><b>2</b> scotie, sorte de gouttière.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτία Medium diacritics: σκοτία Low diacritics: σκοτία Capitals: ΣΚΟΤΙΑ
Transliteration A: skotía Transliteration B: skotia Transliteration C: skotia Beta Code: skoti/a

English (LSJ)

ἡ, (σκότος)
A darkness, gloom, A.R.4.1698, LXX (Mi.3.6, al.), NT (Ev.Matt.10.27, al.), cf. Moer.p.354 P.
II in Architecture, scotia, cavetto, a sunken moulding, so called from the dark shadow it casts, Vitr.3.5.2, Hsch.
III Σκοτιά, epithet of Aphrodite in Egypt, Id.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. ténèbres, obscurité;
II. t. d'archit. 1 triglyphe, c. τροχίλος;
2 scotie, sorte de gouttière.
Étymologie: σκότος.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτία: ἡ, (σκότος) σκότος, γνόφος, ἀχλύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1698, Γρηγόρ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 187, 190, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Μοῖρ. σ. 354. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ ὑπὸ ἐξέχουσαν γραμμὴν βαθὺ ὑπόσκαμμα, cavetto, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς βαθείας ἢ σκοτεινῆς σκιᾶς, ἣν σχηματίζει, Ἡσύχ., Βιτρούβ. 3. 3.

English (Strong)

from σκότος; dimness, obscurity (literally or figuratively): dark(-ness).

English (Thayer)

σκοτίας, ἡ (on its derivation cf. σκηνή), (Thomas Magister, ὁ σκότος καί τό σκότος. τό δέ σκοτία οὐκ ἐν χρησει namely, in Attic (cf. Moeris, under the word; Liddell and Scott, under the word σκότος, at the end)), darkness: properly, the darkness due to want of daylight, ἐν τῇ σκοτία (λαλεῖν τί), unseen, in secret (equivalent to ἐν κρύπτω, ἐν τῷ φωτί, L Tr WH; Anth. 8,187. 190; for חָשְׁכָה אֹפֶל, Job 28:3.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκοτεία Α
1. σκοτάδι, σκότος, ζόφος («νὺξ ὑμῖν ἔσται ἐξ ὁράσεως, καὶ σκοτία ἔσται ὑμῖν ἐκ μαντείας», ΠΔ)
2. αρχιτ. η κοίλη γλυφή που χωρίζει τις δύο σπείρες της αττικής βάσης του ιωνικού, κορινθιακού και σύνθετου κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα -ία (πρβλ. φιλ-ία). Η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. σκότιος (πρβλ. αἰτία < αἴτιος) δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

σκοτία: ἡ (σκότος), σκοτεινιά, σκοτάδι, ζόφος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοτία -ας, ἡ [~ σκότιος] duisternis (van de avond).

Russian (Dvoretsky)

σκοτία:темнота, тьма, мрак Anth., NT.

Middle Liddell

σκοτία, ἡ, σκότος
darkness, gloom, Anth.

Chinese

原文音譯:skot⋯a 士可提阿
詞類次數:名詞(16)
原文字根:黑暗
字義溯源:昏暗,黑暗,幽暗,黑,暗,天黑;源自(σκότος)=蔭蔽),而 (σκότος)出自(σκιά)*=蔭,影子)。在這字十六次的使用中,約翰在他的福音書與書信中就用了十四次。因為當約翰晚年時,不僅世上滿了黑暗,甚至許多假教師也把敵對真理,昏暗不明的教導帶進教會,所以約翰就在他的文字中暴露所有的黑暗言行,好提醒信徒的警惕。參讀 (σκοτόω)同源字參讀 (γνόφος)同義字
出現次數:總共(16);太(1);路(1);約(8);約壹(6)
譯字彙編
1) 黑暗(12) 約1:5; 約1:5; 約8:12; 約12:35; 約12:35; 約12:46; 約壹1:5; 約壹2:8; 約壹2:9; 約壹2:11; 約壹2:11; 約壹2:11;
2) 暗(2) 太10:27; 路12:3;
3) 黑(1) 約20:1;
4) 天黑了(1) 約6:17