συνασκέω: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; [[φάλαγξ]] συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; [[φάλαγξ]] συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> exercer <i>ou</i> pratiquer avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> exercer en même temps <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσκέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνασκέω''': ἐξασκῶ, ἀσκῶ [[ὁμοῦ]], τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ [[παιδεύω]] [[ὁμοῦ]], [[γυμνάζω]], Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· [[περί]] τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐνεργῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) [[ὁμοῦ]] [[κατεργάζομαι]], «ἀνακατώνω», «[[δουλεύω]]» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), [[λίπασμα]] σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345. | |lstext='''συνασκέω''': ἐξασκῶ, ἀσκῶ [[ὁμοῦ]], τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ [[παιδεύω]] [[ὁμοῦ]], [[γυμνάζω]], Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· [[περί]] τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐνεργῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) [[ὁμοῦ]] [[κατεργάζομαι]], «ἀνακατώνω», «[[δουλεύω]]» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), [[λίπασμα]] σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A help one to practise, σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην Isoc. 13.21; δεινότητ' ἢ εὐφωνίαν D.19.339. 2 train, educate, or discipline fully, D.L.4.67, 6.23; σ. τὴν αἴσθησιν D.H.Lys.11; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Id.Rh.7.4; ἔν τινι S.E.M.1.190; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους Eun.VSp.487 B.; σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι D.L.2.72:—Pass., φάλαγξ συνησκημένη Plu.Cleom.20; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς, . . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Phalar.Ep.67.1; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.Vit.Hippocr. 4; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου D.L.3.29; συνησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Phld.Rh.1.58,77 S. 3 work up together, πευκῆεν λίπας μα σὺν ἐλαίῳ Man.4.345. 4 συνησκημένος, = agitatus, Gloss. 5 co-operate, Aret.SD2.9.
German (Pape)
[Seite 1004] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; φάλαγξ συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 avec un rég. de chose exercer ou pratiquer avec ou en même temps;
2 avec un rég. de pers. exercer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀσκέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνασκέω: ἐξασκῶ, ἀσκῶ ὁμοῦ, τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ παιδεύω ὁμοῦ, γυμνάζω, Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· περί τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι οὕτως ὥστε ἐνεργῶ ὁμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) ὁμοῦ κατεργάζομαι, «ἀνακατώνω», «δουλεύω» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), λίπασμα σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345.
Greek Monotonic
συνασκέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ, γυμνάζομαι από κοινού, βοηθώ στην εξάσκηση, την εκπαίδευση, σε Ισοκρ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συνασκέω:
1) одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;
2) одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;
3) всесторонне или усиленно упражнять (φάλαγξ συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ασκέω samen oefenen; samen beoefenen, helpen om te beoefenen, in praktijk te brengen. een complete training geven; perf. pass. volledig getraind zijn.
Middle Liddell
fut. ήσω
to join in practising, Isocr., Dem.