Ποντικός: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du Pont, en Asie Mineure ; Ποντικὴ [[θάλασσα]] le Pont-Euxin ; [[δένδρεον]] Ποντικόν le noisetier ; ἡ Ποντική ([[χώρα]]) la contrée du Pont ; [[οἱ]] Ποντικοί, τὰ Ποντικά le royaume du Pont.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
|btext=ή, όν :<br />du Pont, en Asie Mineure ; Ποντικὴ [[θάλασσα]] le Pont-Euxin ; [[δένδρεον]] Ποντικόν le noisetier ; ἡ Ποντική ([[χώρα]]) la contrée du Pont ; [[οἱ]] Ποντικοί, τὰ Ποντικά le royaume du Pont.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ποντικός:''' [[понтийский]] NT: ἡ Ποντικὴ [[θάλασσα]] Plut. = [[Πόντος]] Εὔξεινος; [[δένδρεον]] Ποντικόν Her. предполож. черемуха (Pranus padus, не Nux Pontica!); Π. [[μῦς]] Arst. зоол. предполож. ласка.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ον, ΜΑ [[πόντος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ποντικός]]<br />η [[νυφίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον Πόντο ή αυτός που προέρχεται από τον Πόντο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) ὁ [[Ποντικός]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στη Γορτυνία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ποντικόν</i><br />[[είδος]] οπωροφόρου δένδρου στη [[Σκυθία]], πιθ. η [[δαμασκηνιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Ποντικὴ [[ῥίζα]]» — η γλυκόρριζα<br />β) «Ποντικὸν [[κάρυον]]» — το [[λεπτοκάρυον]]<br />γ) «[[ρέον]] Ποντικόν» — το φαρμακευτικό [[φυτό]] ρήον, το [[ραβέντι]]<br />δ) «μῦς ὁ Ποντικὸς ὁ [[λευκός]]» — [[είδος]] νυφίτσας.<br /> <b>(II)</b><br />ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας muridae, με [[μακριά]] [[ουρά]], αιχμηρό [[ρύγχος]], μεγάλα μάτια και πτερύγια τών αφτιών και με λείο [[τρίχωμα]], το [[ποντίκι]]<br /><b>2.</b> ο μυς του σώματος, ο [[μυώνας]] («μύες δὲ σάρκες συνεστραμμέναι καὶ νευρώδεις, ἃς οἱ κοινολεκτοῦντες ποντικοὺς φασί, μεταληπτικῷ τινι τρόπῳ<br />Μύας γὰρ ἱστορουμένους Ποντικούς, [[ἐκεῖθεν]] τοὺς ἐπὶ σαρκῶν μύας [[οὕτως]] ὀνομάζειν διακρίνουσι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] μη στάξει η [[ουρά]] του ποντικού» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται με επουσιώδη και ασήμαντα πράγματα<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[ποντικός]] στην [[τρύπα]] του δε χώραγε, έσερνε και κολοκύθια» — λέγεται για εκείνους που αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ανώτερες από τις δυνάμεις τους<br />β) «[[ένας]] [[ποντικός]] έφαγε τ' [[αλεύρι]], όλοι το φάγανε» ή «[[ένας]] [[ποντικός]] τρύπησε το [[σακί]] το [[αλεύρι]], οι ποντικοί το φάγανε» — [[ένας]] [[είναι]] ο [[πραγματικός]] [[ένοχος]], όμως ενοχοποιείται το [[σύνολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του επιθ. [[ποντικός]] (<i>μῦς</i>) «[[είδος]] νυφίτσας» (<span style="color: red;"><</span> <i>Πόντος</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το επίθ. [[ποντικός]] (<i>μῦς</i>) προέρχεται από το προσηγορικό [[πόντος]]<br />και έχει τη γενικότερη σημ. «[[θαλάσσιος]] μυς τών πλοίων». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως επιθετ. προσδ., ενώ στη [[συνέχεια]] ουσιαστικοποιήθηκε [[κατά]] [[παράλειψη]] της λ. <i>μῦς</i> (<b>πρβλ.</b> και [[αρουραίος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀρουραῖος]] μῦς</i>). Για τη σημ. της λ. «μυς του σώματος» <b>βλ. λ.</b> <i>μυς</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ον, ΜΑ [[πόντος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ποντικός]]<br />η [[νυφίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον Πόντο ή αυτός που προέρχεται από τον Πόντο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) ὁ [[Ποντικός]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στη Γορτυνία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ποντικόν</i><br />[[είδος]] οπωροφόρου δένδρου στη [[Σκυθία]], πιθ. η [[δαμασκηνιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Ποντικὴ [[ῥίζα]]» — η γλυκόρριζα<br />β) «Ποντικὸν [[κάρυον]]» — το [[λεπτοκάρυον]]<br />γ) «[[ρέον]] Ποντικόν» — το φαρμακευτικό [[φυτό]] ρήον, το [[ραβέντι]]<br />δ) «μῦς ὁ Ποντικὸς ὁ [[λευκός]]» — [[είδος]] νυφίτσας.<br /> <b>(II)</b><br />ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας muridae, με [[μακριά]] [[ουρά]], αιχμηρό [[ρύγχος]], μεγάλα μάτια και πτερύγια τών αφτιών και με λείο [[τρίχωμα]], το [[ποντίκι]]<br /><b>2.</b> ο μυς του σώματος, ο [[μυώνας]] («μύες δὲ σάρκες συνεστραμμέναι καὶ νευρώδεις, ἃς οἱ κοινολεκτοῦντες ποντικοὺς φασί, μεταληπτικῷ τινι τρόπῳ<br />Μύας γὰρ ἱστορουμένους Ποντικούς, [[ἐκεῖθεν]] τοὺς ἐπὶ σαρκῶν μύας [[οὕτως]] ὀνομάζειν διακρίνουσι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] μη στάξει η [[ουρά]] του ποντικού» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται με επουσιώδη και ασήμαντα πράγματα<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[ποντικός]] στην [[τρύπα]] του δε χώραγε, έσερνε και κολοκύθια» — λέγεται για εκείνους που αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ανώτερες από τις δυνάμεις τους<br />β) «[[ένας]] [[ποντικός]] έφαγε τ' [[αλεύρι]], όλοι το φάγανε» ή «[[ένας]] [[ποντικός]] τρύπησε το [[σακί]] το [[αλεύρι]], οι ποντικοί το φάγανε» — [[ένας]] [[είναι]] ο [[πραγματικός]] [[ένοχος]], όμως ενοχοποιείται το [[σύνολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του επιθ. [[ποντικός]] (<i>μῦς</i>) «[[είδος]] νυφίτσας» (<span style="color: red;"><</span> <i>Πόντος</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το επίθ. [[ποντικός]] (<i>μῦς</i>) προέρχεται από το προσηγορικό [[πόντος]]<br />και έχει τη γενικότερη σημ. «[[θαλάσσιος]] μυς τών πλοίων». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως επιθετ. προσδ., ενώ στη [[συνέχεια]] ουσιαστικοποιήθηκε [[κατά]] [[παράλειψη]] της λ. <i>μῦς</i> (<b>πρβλ.</b> και [[αρουραίος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀρουραῖος]] μῦς</i>). Για τη σημ. της λ. «μυς του σώματος» <b>βλ. λ.</b> <i>μυς</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Ποντικός:''' [[понтийский]] NT: ἡ Ποντικὴ [[θάλασσα]] Plut. = [[Πόντος]] Εὔξεινος; [[δένδρεον]] Ποντικόν Her. предполож. черемуха (Pranus padus, не Nux Pontica!); Π. [[μῦς]] Arst. зоол. предполож. ласка.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ποντικός Medium diacritics: Ποντικός Low diacritics: Ποντικός Capitals: ΠΟΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: Pontikós Transliteration B: Pontikos Transliteration C: Pontikos Beta Code: *pontiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A Ponticus, from Pontus, Pontic, Ποντικόν (sc. δένδρεον), τό, perhaps Prunus padus, bird cherry, hackberry, hagberry, Mayday tree, Hdt.4.23; τάριχος Ποντικός Cratin.40, cf. Gal.6.563; Ποντικὸς μῦς a kind of weasel, marten, Arist.HA600b13, 632b9; Ποντικὴ ῥίζα = γλυκύρριζα (liquorice, licorice, Glycyrrhiza glabra), Dsc.3.5; Ποντικὸν κάρυον = hazelnut, Gal.6.355, cf. PCair.Zen.702.22 (iii B.C.); ῥέον Ποντικὸν = rhubarb, Julianus Alex. ap. Alex.Trall.12.
II Ποντικός (sc. μήν), ὁ, name of month at Gortyn, GDI5031 (Riv.Fil. 58.475).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du Pont, en Asie Mineure ; Ποντικὴ θάλασσα le Pont-Euxin ; δένδρεον Ποντικόν le noisetier ; ἡ Ποντική (χώρα) la contrée du Pont ; οἱ Ποντικοί, τὰ Ποντικά le royaume du Pont.
Étymologie: πόντος.

Russian (Dvoretsky)

Ποντικός: понтийский NT: ἡ Ποντικὴ θάλασσα Plut. = Πόντος Εὔξεινος; δένδρεον Ποντικόν Her. предполож. черемуха (Pranus padus, не Nux Pontica!); Π. μῦς Arst. зоол. предполож. ласка.

Greek (Liddell-Scott)

Ποντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ Πόντου, Π. δένδρεον (ἴδε ἐν λ. πυρήν), Ἡρόδ. 4. 23· τάριχος Π. Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ» 7· Π. μῦς, εἶδος «νυφίτσας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 4., 9. 50, 12, Πλίν. 8. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 344.

English (Strong)

from Πόντος; a Pontican, i.e. native of Pontus: born in Pontus.

English (Thayer)

Ποντική, Ποντικόν (Πόντος, which see), belonging to Pontus, born in Pontus: Herodotus, others.))

German (Pape)

[Seite 681] aus, von, in dem Meere, s. N. pr.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ον, ΜΑ πόντος
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ποντικός
η νυφίτσα
αρχ.
1. ο σχετικός με τον Πόντο ή αυτός που προέρχεται από τον Πόντο
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ποντικός
ονομασία ενός μήνα στη Γορτυνία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποντικόν
είδος οπωροφόρου δένδρου στη Σκυθία, πιθ. η δαμασκηνιά
4. φρ. α) «Ποντικὴ ῥίζα» — η γλυκόρριζα
β) «Ποντικὸν κάρυον» — το λεπτοκάρυον
γ) «ρέον Ποντικόν» — το φαρμακευτικό φυτό ρήον, το ραβέντι
δ) «μῦς ὁ Ποντικὸς ὁ λευκός» — είδος νυφίτσας.
(II)
ο, ΝΜ
1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας muridae, με μακριά ουρά, αιχμηρό ρύγχος, μεγάλα μάτια και πτερύγια τών αφτιών και με λείο τρίχωμα, το ποντίκι
2. ο μυς του σώματος, ο μυώνας («μύες δὲ σάρκες συνεστραμμέναι καὶ νευρώδεις, ἃς οἱ κοινολεκτοῦντες ποντικοὺς φασί, μεταληπτικῷ τινι τρόπῳ
Μύας γὰρ ἱστορουμένους Ποντικούς, ἐκεῖθεν τοὺς ἐπὶ σαρκῶν μύας οὕτως ὀνομάζειν διακρίνουσι», Ευστ.)
νεοελλ.
1. φρ. «σιγά μη στάξει η ουρά του ποντικού» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται με επουσιώδη και ασήμαντα πράγματα
2. παροιμ. α) «ο ποντικός στην τρύπα του δε χώραγε, έσερνε και κολοκύθια» — λέγεται για εκείνους που αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ανώτερες από τις δυνάμεις τους
β) «ένας ποντικός έφαγε τ' αλεύρι, όλοι το φάγανε» ή «ένας ποντικός τρύπησε το σακί το αλεύρι, οι ποντικοί το φάγανε» — ένας είναι ο πραγματικός ένοχος, όμως ενοχοποιείται το σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του επιθ. ποντικός (μῦς) «είδος νυφίτσας» (< Πόντος). Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. ποντικός (μῦς) προέρχεται από το προσηγορικό πόντος
και έχει τη γενικότερη σημ. «θαλάσσιος μυς τών πλοίων». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως επιθετ. προσδ., ενώ στη συνέχεια ουσιαστικοποιήθηκε κατά παράλειψη της λ. μῦς (πρβλ. και αρουραίος < ἀρουραῖος μῦς). Για τη σημ. της λ. «μυς του σώματος» βλ. λ. μυς].

Middle Liddell

Ποντικός, ή, όν
from Pontus, Pontic, Il. δένδρεον, prob., the bird cherry, Hdt.

Chinese

原文音譯:PontikÒj 胖提可士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:海的
字義溯源:本都;亞居拉生在本都,位於小亞細亞東北部的一地區,在黑海之南。字義:近海的城
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 本都(1) 徒18:2