δύσμαχος: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à combattre, invincible;<br /><b>2</b> difficile (à décider).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μάχομαι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à combattre, invincible;<br /><b>2</b> difficile (à décider).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσμᾰχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неодолимый]] ([[τέρας]] Aesch.; [[Θρῇξ]] Eur.; [[θυμός]] Plat.; [[πρᾶγμα]] Dem.; [[πολέμιος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[неприступный]] ([[ὄρος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[трудный]]: δ. κρῖναι Aesch. неразрешимый. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), [[δυσπολέμητος]], [[ασυναγώνιστος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δύσμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), [[δυσπολέμητος]], [[ασυναγώνιστος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard to fight with, unconquerable, X.HG4.2.10 (Comp.), E.Hec.1055 (Sup.); πάντων -ώτατον γυνή Id.Fr.544; of things, A.Pr.921, Pl.Lg.863b, D.1.4, etc. 2 generally, difficult, δ. κρῖναι A.Ag.1561 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δύσμᾰχος) -ον
1 difícil de combatir δυσμαχώτατον τέρας A.Pr.921, θυμός E.Hec.1055, cf. Pl.Lg.863b, Ἔρως, πάντων δυσμαχώτατος θεός E.Fr.430.3, πάντων δυσμαχώτατον γυνή E.Fr.544, cf. 429.3, τὸ πλῆθος E.Hec.884, ἄγρα IG 13.1163.38 (V a.C.), τοῦθ' ὃ δυσμαχώτατόν ἐστι τῶν Φιλίππου πραγμάτων D.1.4, νεότης ... κακὸν δ. Ph.2.574, ἄρκτων γένη Lib.Ep.1399.5
•milit. de los lacedemonios, X.HG 4.2.12, de los romanos, Plb.15.15.8, de los galaicos, Str.3.3.2, gener. X.Eq.Mag.8.18
•del diablo astuto, pérfido δύσμαχε, πῶς φάος ἦλθες, ἐὼν ζόφος; Gr.Naz.M.37.1398
•difícil de conquistar δ. τοῖς ἐπιβουλεύουσιν del Nilo, Isoc.11.13, τὸ γὰρ δυσμαχώτερον, περισπουδαστότερον Gr.Naz.M.36.345A
•difícil de persuadir ἀπειρήτων νόος ἀνδρῶν δ. Opp.H.1.220
•simpl. difícil, que ofrece resistencia c. inf. ὀνείδη ... δύσμαχα δ' ἐστι κρῖναι son ultrajes que ofrecen resistencia a ser juzgados A.A.1561.
2 que lucha en vano de Aura perseguida por Némesis, Nonn.D.48.452.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich, τέρας Aesch. Prom. 921, im superl., wie Eur. Hec. 1055; θυμός Plat. Legg. IX, 863 b; Folgde, z. B. Dem. 1, 4 πρᾶγμα; vgl. Strat. 24 (XII, 182); übh. = schwer, Aesch. Ag. 1561 δύσμαχα δ' ἐστὶ κρῖναι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à combattre, invincible;
2 difficile (à décider).
Étymologie: δυσ-, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δύσμᾰχος:
1) неодолимый (τέρας Aesch.; Θρῇξ Eur.; θυμός Plat.; πρᾶγμα Dem.; πολέμιος Plut.);
2) неприступный (ὄρος Plut.);
3) трудный: δ. κρῖναι Aesch. неразрешимый.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμᾰχος: -ον, δυσμάχητος, δυσπολέμητος, Αἰσχύλ. Πρ. 921, Εὐρ. Ἑκ. 1055, Πλάτ., κτλ. 2) καθόλου, δύσκολος, δυσχερής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1561.
Greek Monolingual
δύσμαχος, -ον (Α)
1. δυσπολέμητος
2. ακαταμάχητος
3. δύσκολος.
Greek Monotonic
δύσμᾰχος: -ον (μάχομαι), δυσπολέμητος, ασυναγώνιστος, ανίκητος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, δύσκολος, δυσχερής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-μᾰχος, ον μάχομαι
hard to fight with, unconquerable, Aesch., Eur., etc.: generally, difficult, Aesch. to bear ill-will, τινί against another, Eur., Dem.