εὐφορία: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> force de porter <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> fertilité, fécondité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> force de porter <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> fertilité, fécondité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφορία:''' ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφορία]]) [[εύφορος]]<br /><b>1.</b> (για [[καλλιέργεια]]) [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]], άφθονη [[καρποφορία]], [[πολυκαρπία]], καλή [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> το [[συναίσθημα]] της ευεξίας όσων βρίσκονται σε [[ανάρρωση]] ή σε καλή [[κατάσταση]] υγείας, η [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> έντονο [[αίσθημα]] ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή [[βελτίωση]] [[κατά]] τη [[διαδρομή]] μιας νόσου ή να αποτελεί [[κατάσταση]] διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα [[είτε]] υπό την [[επίδραση]] ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να υπομένει [[κανείς]] εύκολα, η [[αντοχή]]<br /><b>2.</b> [[ικανοποίηση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]]<br /><b>4.</b> [[γονιμότητα]] («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[περίοδος]] παραγωγικότητας<br /><b>6.</b> [[επιδεξιότητα]] κινήσεων, χορευτική [[χάρη]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφορία]]) [[εύφορος]]<br /><b>1.</b> (για [[καλλιέργεια]]) [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]], άφθονη [[καρποφορία]], [[πολυκαρπία]], καλή [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> το [[συναίσθημα]] της ευεξίας όσων βρίσκονται σε [[ανάρρωση]] ή σε καλή [[κατάσταση]] υγείας, η [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> έντονο [[αίσθημα]] ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή [[βελτίωση]] [[κατά]] τη [[διαδρομή]] μιας νόσου ή να αποτελεί [[κατάσταση]] διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα [[είτε]] υπό την [[επίδραση]] ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να υπομένει [[κανείς]] εύκολα, η [[αντοχή]]<br /><b>2.</b> [[ικανοποίηση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]]<br /><b>4.</b> [[γονιμότητα]] («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[περίοδος]] παραγωγικότητας<br /><b>6.</b> [[επιδεξιότητα]] κινήσεων, χορευτική [[χάρη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφορία:''' ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.
}}
}}

Revision as of 13:26, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφορία Medium diacritics: εὐφορία Low diacritics: ευφορία Capitals: ΕΥΦΟΡΙΑ
Transliteration A: euphoría Transliteration B: euphoria Transliteration C: efforia Beta Code: eu)fori/a

English (LSJ)

ἡ, A power of enduring easily, Hp.Fract.35; contentment, Phld.Lib.p.17 O. 2 sense of well-being in disease, τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6. II fertility, Ph.2.57, al.: in plural, γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24; ἐλαίου IG22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.). III grace of movement, in dancing, Poll.4.97.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 force de porter ou supporter;
2 fertilité, fécondité, abondance.
Étymologie: εὔφορος.

Russian (Dvoretsky)

εὐφορία: ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορία: ἡ, ἡ δύναμις τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἄφθονος παραγωγή, εὐφορία καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. δεξιότης, ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν Πολυδ. Δ΄, 97.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφορία) εύφορος
1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά
2. το συναίσθημα της ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία
νεοελλ.
ιατρ. έντονο αίσθημα ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή βελτίωση κατά τη διαδρομή μιας νόσου ή να αποτελεί κατάσταση διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα είτε υπό την επίδραση ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών
αρχ.
1. η ικανότητα να υπομένει κανείς εύκολα, η αντοχή
2. ικανοποίηση, ευχαρίστηση
3. αφθονία, πληθώρα
4. γονιμότητα («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)
5. περίοδος παραγωγικότητας
6. επιδεξιότητα κινήσεων, χορευτική χάρη.