κηλίς: Difference between revisions
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηλὶς''': ῑ, ῖδος, ἡ, [[ῥύπος]], [[σπίλος]], [[μολυσμός]], Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· [[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, [[αὐτόθι]] 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ | |lstext='''κηλὶς''': ῑ, ῖδος, ἡ, [[ῥύπος]], [[σπίλος]], [[μολυσμός]], Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· [[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, [[αὐτόθι]] 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῖ [[κηλὶς]] [[εἶναι]] τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· [[ἀτιμία]], αἰσχρὰ [[τιμωρία]], [[θεία]] [[κηλὶς]] προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται [[αὐτόθι]] 43, (ἴδε εν λέξ. [[κελαινός]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 09:30, 13 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ῖδος, ἡ, A stain, spot, defilement, especially of blood, A.Eu.787 (lyr.), S.El.446, E.IT1200, etc.: generally, οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν… κηλῖδα [ἐκ τοῦ κατόπτρου] Arist.Insomn.459b32; ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι Id.GA780b32; ἱμάτιον κηλίδων μεστόν Thphr.Char. 19.7. 2 metaph., stain, blemish, S.OT1384; κ. συμφορᾶς ib.833; κακῶν Id.OC1134; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς Λακεδαιμονίοις X.HG3.1.9; ignominious punishment, θεία κ. προσπίπτει τῷ δράσαντι Antipho 3.3.8; τῆς κ. εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης ib.11; τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν Hdn.6.8.8. 3 Medic., naevus, Lycusap.Orib.9.44.3.
German (Pape)
[Seite 1431] ῖδος, ἡ, Fleck, Schmutz; λιχὴν βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr., Schmach, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς μητροκτόνος Eur. I. T. 1200; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; θεία κηλὶς προσπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = μίασμα; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
I. tache, souillure;
II. fig. 1 peste, fléau;
2 honte, déshonneur, particul. peine infamante.
Étymologie: κήλη.
Greek Monolingual
κηλίς, -ῑδος, ἡ (Α)
βλ. κηλίδα.
Greek Monotonic
κηλίς: [ῑ], -ῖδος, ἡ,
1. κηλίδα, λεκές, βεβήλωση, κηλίδωση, ατίμαση, ιδίως, λέγεται για το αίμα, σε Τραγ.
2. μεταφ., ψεγάδι, ατέλεια, ελάττωμα, ατίμωση, σε Σοφ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηλίς -ῖδος, ἡ vlek, vaak bloedvlek; overdr. schandvlek:. τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῖδα μηνύσας ἐμήν toen ik bekend had gemaakt dat zo’n grote schandvlek op mij rustte Soph. OT 1384.
Russian (Dvoretsky)
κηλίς: ῖδος (ῑ) ἡ
1) пятно (ἐν ἱματίῳ Arst.; τοῦ σώματος Plut.): κάρᾳ κηλῖδας ἐκμάξαι Soph. стереть с головы пятна (крови);
2) перен. пятно, позор, бесчестие (συμφορᾶς Soph.): κ. μητροκτόνος Eur. позор матереубийства;
3) мор, погибель (κηλῖδες βροτοφθόροι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κηλὶς: ῑ, ῖδος, ἡ, ῥύπος, σπίλος, μολυσμός, Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· ἱμάτιον κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, αὐτόθι 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῖ κηλὶς εἶναι τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· ἀτιμία, αἰσχρὰ τιμωρία, θεία κηλὶς προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται αὐτόθι 43, (ἴδε εν λέξ. κελαινός).
Frisk Etymological English
-ῖδος
Grammatical information: f.
Meaning: stin (of blood), spot, defilement (Trag., Antipho, X., Arist.).
Derivatives: κηλιδόω (καλ- Ekphant. ap. Stob. 4, 7, 64) stain, soil (E., Arist., Ph.), κηλιδωτός (Suid., Gloss.). - Besides κηλάς, -άδος f. adjunct of the stormclouds (Thphr.), after H. also = χειμερινη ἡμέρα and αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδές, so prop. spotted, sparkled; also κηλήνη μέλαινα H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [547] *keh₂l- white spot?
Etymology: Formation as κληΐς, κνημίς a. o. (Schwyzer 465, Chantraine Formation 346f.), like these from a noun. Whether κηλάς, κηλήνη go back on this noun is uncertain, as we must reckom with suffix-change and backformation. - An unknown word is the basis of an Italic adjective with comparable meaning Lat. cālidus with a bless on the head = Umbr. (buf) kaleřuf boves calidos (like candidus, nitidus). To the same semantic sphere also Lith. kalýbas, -ývas white-necked, of dogs (with short vowel); further OIr. caile stain (IE. *kali̯o-). Semantically further off is Lat. cālīgō fog, darkness, which Ernout-Meillet keep away. (Away remain Skt. kāla- (blue)black, kalmaṣa- spot, soil (prob. LW [loanword], s. Mayrhofer KEWA s. vv.). Not here κελαινός with deviating vowel and peculiar formation. - Details in Pok. 547f., W.-Hofmann s. (2.) callidus and cālīgō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kalýbas, Vasmer Russ. et. Wb. s. kal. Note that the suffix -ιδ- is prob. Pre-Greek
Middle Liddell
κηλῑ́ς, ῖδος, ἡ,
1. a stain, spot, defilement, especially of blood, Trag.
2. metaph. a stain, blemish, dishonour, Soph., Xen.
Frisk Etymology German
κηλίς: -ῖδος
{kēlís}
Grammar: f.
Meaning: Fleck, Blutfleck, Schandfleck (Trag., Antipho, X., Arist. usw.)
Derivative: mit κηλιδόω (καλ- Ekphant. ap. Stob. 4, 7, 64) beflecken, schänden (E., Arist., Ph. u. a.), κηλιδωτός (Suid., Gloss.). — Daneben κηλάς, -άδος f. Beiwort der Sturmwolke (Thphr.), nach H. auch = χειμερινὴ ἡμέρα und αἴξ, ἥτις κατὰ τὸ μέτωπον σημεῖον ἔχει τυλοειδές, somit eig. gefleckt, gesprenkelt; auch κηλήνη· μέλαινα H.
Etymology: Bildung wie κληΐς, κνημίς u. a. (Schwyzer 465, Chantraine Formation 346f.), wie diese von einem Nomen ausgehend. Ob κηλάς, κηλήνη auf dies unbekannte Nomen zurückgehen, ist nicht ganz sicher, da auch mit Suffixtausch bzw. Rückbildung zu rechnen ist. — Ein unbekanntes Wort liegt auch dem sinnverwandten italischen Adjektiv lat. cālidus mit einer Blässe auf der Stirn versehen = umbr. (buf) kaleřuf boves calidos zugrunde (wie candidus, nitidus u. a.). Zur selben Bedeutungssphäre gehört auch das kurzvokalische lit. kalýbas, -ývas weißhalsig, von Hunden; hinzu kommt air. caile Fleck (idg. *qali̯o-). Semantisch etwas abseits steht lat. cālīgō Nebel, Finsternis, das von Ernout-Meillet ferngehalten wird. Fern bleiben jedenfalls aind. kāla- ‘(blau)schwarz’, kalmaṣa- Fleck, Schmutz (wohl LW, s. Mayrhofer Wb. s. vv.). Vgl. noch κελαινός mit abweichendem Vokal und eigenartiger Bildung. — Einzelheiten mit reicher Lit. bei WP. 1, 440ff., Pok. 547f., W.-Hofmann s. (2.) callidus und cālīgō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kalýbas, Vasmer Russ. et. Wb. s. kal.
Page 1,840-841