ἁρμόδιος: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἁρμόζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[fitting]] [[together]], Theogn.<br /><b class="num">II.</b> well-[[fitting]], [[accordant]], [[agreeable]], Theogn.:—adv. -ως, Plut. | |mdlsjtxt=[[ἁρμόζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[fitting]] [[together]], Theogn.<br /><b class="num">II.</b> well-[[fitting]], [[accordant]], [[agreeable]], Theogn.:—adv. -ως, Plut. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κατάλληλος]], [[ἀρεστός]]). Παράγωγο τοῦ [[ἁρμόζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 14 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (ἁρμόζω) A fitting together, θύραι, metaph. of the lips, Thgn.422. II fitting, ἥβη Id.724; δεῖπνον Pi.N.1.21; ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι] c. inf., Democr.187, cf. Aeschin.Socr.52; μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a; πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Aen.Gaz.Thphr.p.60 B.: Comp. ἁρμοδιώτερος, γάμος Hld.1.21: Sup. ἁρμοδιώτατος, ἔς τι Arr.Tact.16.4; also, agreeable, Parth.16.2. Adv. ἁρμοδίως Plu.Arist.24, PGiss.57.6 (vi/vii A.D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Longin.12.5]
I bien ajustado θύραι fig. por los labios, Thgn.422.
II fig.
1 gener. adecuado, apropiado δεῖπνον Pi.N.1.21, σὺν δ' ἥβη γίνεται ἁρμοδία la juventud llega a su plenitud Thgn.724, παρεχόντων ... τἆλλα ἁρμόδια Hesperia 18.1949.58.18 (Andros V a.C.), τὸ πέρα καθεύδειν ... τοῖς τεθνηκόσι μᾶλλον ἤπερ τοῖς ζῶσιν ἁρμόδιον Aeschin.Socr.52, πολλὰ μέρη τῆς πολιτείας ἐχούσης ἁρμόδια καὶ πρόσφορα τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a, τῆς δὲ χύσεως ... ἁρμόδιος Longin.l.c., τὰ οὐδέτερα ἁρμόδιά ἐστιν τοῖς ἑνικοῖς A.D.Synt.224.5, ἔστιν ἐς πᾶσάν τε μεταβολὴν ἁρμοδιώτατον de una formación militar cerrada, Arr.Tact.16.4, τί γὰρ ἁρμοδιώτερον M.Ant.7.57
•conveniente ἀνθρώποις ἁρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος λόγον ποιεῖσθαι Democr.B 187, cf. D.C.38.28.2, de fórmulas pitagóricas αὐτὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι ἁρμοδιώτατον Luc.Laps.5.
2 de pers. grato, agradable Περσεὺς ... τῇ γυναικὶ βουλόμενος ἁρμόδιος εἶναι Hegesipp.Hist.4, μέτριος, ἐπιεικής, ἁρμόδιος τῷ βίῳ Luc.Vit.Auct.26, cf. Ar.Fr.781, τόπος ἁ. καὶ προσφιλής Hsch.
•ἁρμόδιοι· οἰκεῖοι, συγγενεῖς, φίλοι Hsch.
3 ἁ. μέλος· μέτρον Hsch., cf. Ἁρμόδιος II 1.
III adv. ἁρμοδίως = apropiadamente ἁ. πρὸς τὴν ἀνατομήν Ach.Tat.3.22.5
•debidamente ἀντιγραφῆναι ἁρμοδίως PGiss.57.6 (VI/VII d.C.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
bien ajusté, proportionné, convenable, agréable.
Étymologie: DELG R. Αρ, qui s'adapte, qui convient.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόδιος:
1) соответствующий, подходящий, удобный (τόπος Arst.; τινι Luc. и πρός τι Plut.);
2) надлежащий, хорошо приготовленный (δεῖπνον Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόδιος: -α, -ον, (ἁρμόζω) ὁ ἁρμόζων, προσαρμοζόμενος, πολλοῖς ἀνθρώπων γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται ἁρμόδιαι Θέογν. 422. ΙΙ. ἁρμόδιος, ἀνάλογος, φιλικός, ἀρεστός, ὁ αὐτ. 724· ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται Πινδ. Ν. 1. 31· ἁρμ. τόπος, κατάλληλος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· πρβλ. ἁρμόζω ΙΙ. 2: - Ἐπίρρ. -ως Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.
English (Slater)
ἁρμόδιος fitting ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται (N. 1.21)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἁρμόδιος, -ία, -ιον)
ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα
αρχ.
ο ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ-, αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)].
Greek Monotonic
ἁρμόδιος: -α, -ον (ἁρμόζω)·
I. προσαρμοζόμενος μαζί με, σε Θέογν.
II. καλοπροσάρμοστος, σύμφωνος, ταιριαστός, αρμονικός, στον ίδ.· επίρρ. -ως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἁρμόζω
I. fitting together, Theogn.
II. well-fitting, accordant, agreeable, Theogn.:—adv. -ως, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=κατάλληλος, ἀρεστός). Παράγωγο τοῦ ἁρμόζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.