λαγός: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(Bailly1_3) |
(CSV import) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λαγός | |||
|Medium diacritics=λαγός | |||
|Low diacritics=λαγός | |||
|Capitals=ΛΑΓΟΣ | |||
|Transliteration A=lagós | |||
|Transliteration B=lagos | |||
|Transliteration C=lagos | |||
|Beta Code=lago/s | |||
|Definition=οῦ, ὁ, v. [[λαγώς]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] ὁ, ion. = [[λαγώς]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0003.png Seite 3]] ὁ, ion. = [[λαγώς]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>ion. c.</i> [[λαγώς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰγός:''' ὁ ион.-дор. = [[λαγώς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰγός''': -οῦ, ὁ, ἰσοδύναμον τῷ λαγώς, ὃ ἴδε. | |lstext='''λᾰγός''': -οῦ, ὁ, ἰσοδύναμον τῷ λαγώς, ὃ ἴδε. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{eles | ||
| | |esgtx=[[liebre]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[λαγωός]] και [[λαγώς]], ο (AM [[λαγώς]] και [[λαγός]], Α και λαγῶς και επικ. και ποιητ. τ. [[λαγωός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του γένους lepus και μερικών άλλων συγγενών γενών λαγόμορφων θηλαστικών στην οποία περιλαμβάνονται και τα κουνέλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[λαγός]]» — έφυγε πολύ [[γρήγορα]]<br />β) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — υπόσχεται [[πολλά]] και [[μάλιστα]] που [[είναι]] αδύνατο να εκπληρωθούν<br /><b>3.</b> (φρ. α) «του λαγού τ' αφτιά» — [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους του φυτού [[ίρις]]<br />β) «του λαγού τα γένια» — [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους του φυτού [[τραγοπώγων]]<br />γ) «του λαγού τα στιβάλια» — [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους του φυτού αριστολόχια<br />δ) «του λαγού η [[ουρά]]»<br />(στην Κύπρο) [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους του φυτού όρχις<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «που κυνηγά πολλούς λαγούς κανένανε δεν πιάνει» — όποιος καταμερίζει σε [[πολλά]] πράγματα τη δραστηριότητά του αποτυγχάνει<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πιάνω]] λαγό με το [[αμάξι]]» — [[είμαι]] πολύ [[επιδέξιος]], πολύ [[ικανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτηνό]] με δασύτριχα πόδια<br /><b>2.</b> [[είδος]] ιχθύος<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] αστερισμού<br /><b>4.</b> [[είδος]] επιδέσμου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λαγώς]] καθεύδων» — λεγόταν για ανθρώπους που υποκρίνονταν τους κοιμισμένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λαγωός]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λαγ</i>(<i>ο</i>)<i>ω</i>(<i>υσ</i>)<i>ος</i> «αυτός που έχει [[χαλαρά]] αφτιά» <span style="color: red;"><</span> <i>λάγος</i> «[[μαλακός]], [[χαλαρός]]» ([[πρβλ]]. [[λαγαίω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i> ([[πρβλ]]. οσετικό <i>tarq</i><i>ū</i><i>s</i> «[[λαγός]]» [[αλλά]] [[κυρίως]] «[[μακριά]] αφτιά», νεοπερσ. <i>xarg</i><i>ō</i><i>š</i> «αφτιά γαϊδάρου», βερβερικό <i>butmezg</i><i>ī</i><i>n</i> «ζώο με [[μακριά]] αφτιά»). Ο τ. [[λαγώς]] <span style="color: red;"><</span> [[λαγωός]] με [[συναίρεση]] ([[πρβλ]]. [[λεώς]]), ενώ ο τ. [[λαγός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] αναλογικά [[προς]] τα δευτερόκλιτα. Η λ. στη [[γλώσσα]] τών κυνηγών εξελίχθηκε σε απαγορευμένη λ. («[[ταμπού]]»), μια και ο [[λαγός]] θεωρούνταν ζώο που φέρνει [[δυστυχία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαγιδεύς]], [[λαγίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάγειος]], [[λάγινος]], [[λάγιον]], [[λαγωδάριον]], [[λαγωδίας]], [[λαγώδιον]], [[λαγώειος]], [[λαγωίνης]], [[λαγώνεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαγίνης]], [[λαγωικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαγούδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαγονεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαγοκυνήγι]], [[λαγονάρης]], [[λαγόπους]], [[λαγόφθαλμος]], [[λαγόχειλος]], <i>λαγοβόλος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[λαγοδαίτης]], [[λαγοθήρας]], [[λαγοκτόνος]], [[λαγοπράτης]], [[λαγωσφαγία]], [[λαγωτροφείον]], [[λαγωφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαγομαγείρευμα]], [[λαγοράβδιν]], <i>λαγωδρόμος</i>, [[λαγώδων]], [[λαγωτροφώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαγόκαρδος]], [[λαγοκοιμάμαι]], [[λαγοκοιτιά]], [[λαγοκούνελο]], [[λαγοκυνηγός]], [[λαγοπόδαρος]], [[λαγοπροβιά]], [[λαγοτόμαρο]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾰγός:''' -οῦ, ὁ, ισοδ. [[τύπος]] του [[λαγώς]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ por λαγώς [[liebre]] ὑποκάτω αὐτῶν κάπνισον λαγοῦ κεφαλήν <b class="b3">quema la cabeza de una liebre debajo de ellos</b> P VII 176 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 15 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, v. λαγώς.
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, ion. = λαγώς, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ion. c. λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγός: ὁ ион.-дор. = λαγώς.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγός: -οῦ, ὁ, ἰσοδύναμον τῷ λαγώς, ὃ ἴδε.
Spanish
Greek Monolingual
και λαγωός και λαγώς, ο (AM λαγώς και λαγός, Α και λαγῶς και επικ. και ποιητ. τ. λαγωός)
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του γένους lepus και μερικών άλλων συγγενών γενών λαγόμορφων θηλαστικών στην οποία περιλαμβάνονται και τα κουνέλια
2. μτφ. δειλός, φοβητσιάρης
νεοελλ.
1. αυτός που τρέχει γρήγορα, γοργοπόδαρος
2. φρ. α) «έγινε λαγός» — έφυγε πολύ γρήγορα
β) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — υπόσχεται πολλά και μάλιστα που είναι αδύνατο να εκπληρωθούν
3. (φρ. α) «του λαγού τ' αφτιά» — κοινή ονομασία είδους του φυτού ίρις
β) «του λαγού τα γένια» — κοινή ονομασία είδους του φυτού τραγοπώγων
γ) «του λαγού τα στιβάλια» — κοινή ονομασία είδους του φυτού αριστολόχια
δ) «του λαγού η ουρά»
(στην Κύπρο) κοινή ονομασία είδους του φυτού όρχις
4. παροιμ. «που κυνηγά πολλούς λαγούς κανένανε δεν πιάνει» — όποιος καταμερίζει σε πολλά πράγματα τη δραστηριότητά του αποτυγχάνει
μσν.
φρ. «πιάνω λαγό με το αμάξι» — είμαι πολύ επιδέξιος, πολύ ικανός
αρχ.
1. πτηνό με δασύτριχα πόδια
2. είδος ιχθύος
3. ονομασία αστερισμού
4. είδος επιδέσμου
5. παροιμ. «λαγώς καθεύδων» — λεγόταν για ανθρώπους που υποκρίνονταν τους κοιμισμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγωός πιθ. < λαγ(ο)ω(υσ)ος «αυτός που έχει χαλαρά αφτιά» < λάγος «μαλακός, χαλαρός» (πρβλ. λαγαίω) + οὖς (πρβλ. οσετικό tarqūs «λαγός» αλλά κυρίως «μακριά αφτιά», νεοπερσ. xargōš «αφτιά γαϊδάρου», βερβερικό butmezgīn «ζώο με μακριά αφτιά»). Ο τ. λαγώς < λαγωός με συναίρεση (πρβλ. λεώς), ενώ ο τ. λαγός < λαγώς αναλογικά προς τα δευτερόκλιτα. Η λ. στη γλώσσα τών κυνηγών εξελίχθηκε σε απαγορευμένη λ. («ταμπού»), μια και ο λαγός θεωρούνταν ζώο που φέρνει δυστυχία.
ΠΑΡ. λαγιδεύς, λαγίδιο
αρχ.
λάγειος, λάγινος, λάγιον, λαγωδάριον, λαγωδίας, λαγώδιον, λαγώειος, λαγωίνης, λαγώνεια
μσν.
λαγίνης, λαγωικός
μσν.- νεοελλ.
λαγούδι
νεοελλ.
λαγονεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαγοκυνήγι, λαγονάρης, λαγόπους, λαγόφθαλμος, λαγόχειλος, λαγοβόλος
αρχ.
λαγοδαίτης, λαγοθήρας, λαγοκτόνος, λαγοπράτης, λαγωσφαγία, λαγωτροφείον, λαγωφόνος
μσν.
λαγομαγείρευμα, λαγοράβδιν, λαγωδρόμος, λαγώδων, λαγωτροφώ
νεοελλ.
λαγόκαρδος, λαγοκοιμάμαι, λαγοκοιτιά, λαγοκούνελο, λαγοκυνηγός, λαγοπόδαρος, λαγοπροβιά, λαγοτόμαρο].
Greek Monotonic
λᾰγός: -οῦ, ὁ, ισοδ. τύπος του λαγώς.
Léxico de magia
ὁ por λαγώς liebre ὑποκάτω αὐτῶν κάπνισον λαγοῦ κεφαλήν quema la cabeza de una liebre debajo de ellos P VII 176