ὕφαλος: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=πού βρίσκεται [[κάτω]] ἀπό τή [[θάλασσα]]). Ἀπό τό ὑπό + [[ἅλς]] (=[[θάλασσα]]). | |mantxt=(=πού βρίσκεται [[κάτω]] ἀπό τή [[θάλασσα]]). Ἀπό τό ὑπό + [[ἅλς]] (=[[θάλασσα]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unter]] dem [[Meere]]</i>; ὕφαλα τραύματα, <i>[[Lecke]], [[welche]] das [[Schiff]] [[unter]] dem [[Wasser]] bekommt</i>, wie [[πληγή]], Pol. 16.3.2, 16.4.12; Soph. vrbdt [[ἔρεβος]] ὕφαλον <i>Ant</i>. 585; Sp., wie Ael. <i>H.A</i>. 14.28; Alciphr. 1.1 und [[öfter]] bei Luc.<br>übertragen wie [[ὕπουλος]], <i>[[versteckt]], [[hinterlistig]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, (ἅλς) A under the sea, ἔρεβος ὕ. the darkness of the deep, S.Ant.589 (lyr.); ὕ. πέτραι AP11.390 (Lucill.), cf. Ael.NA14.28, Jul.Or.1.41a; μὴ περὶ τὴν ὕφαλον (without πέτραν) ῥαγῇ τὸ σκάφος Lib.Ep.308, cf. Id.Or.62.32; νῆσος Luc.DMar.10.1; τὸ ὕ. (sc. ἔδαφος), Str.1.3.5; τὰ ὕ. τῆς νεώς the parts under water, opp. τὰ ἔξαλα, Luc.JTr.47; ὕ. πληγή, τραύματα, damages to a ship under water, Plb.16.3.2, 16.4.12. 2 metaph., secret, crafty, of men, EM 785.44; ὑ. ἡλικία καὶ μνησίκακος Gal.19.489. II somewhat salt, ὕδατα v.l. for ὑφαλυκά, Hp.Aër.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sous la mer, caché sous la mer ; τὰ ὕφαλα LUC partie du navire qui se trouve sous l'eau, œuvres vives.
Étymologie: ὑπό, ἅλς¹.
Russian (Dvoretsky)
ὕφᾰλος: находящийся под поверхностью моря, подводный (ἔρεβος Soph.; νῆσος Luc.; πέτρα Anth.): ὕφαλα τραύματα или πληγαί Polyb. повреждения подводных частей корабля - см. тж. ὕφαλα.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, ὕφ. Ἔρεβος, τὸ σκότος τῆς ἀβύσσου, Σοφ. Ἀντιγ. 589· ὕφ. πέτρα Ἀνθ. Παλατ. 11. 390, Αἰλ., κλπ.· νῆσος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1· τὸ ὕφαλον, τὰ κατώτερα ὕδατα, Στράβ. 51· τὰ ὕφαλα τῆς νεώς, τὰ μέρη τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ, ἀντίθετ. τῷ τὰ ἔξαλα, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 47· ― ὕφ. πληγαί, τραύματα, βλάβαι τοῦ πλοίου κατὰ τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ μέρη, Πολύβ. 16. 3, 2., 4. 12. 2) μεταφορ., ὕπουλος, δόλιος, ἐπὶ ἀνθρώπων, «ὕφαλοι· αἱ ὑπὸ τὴν θάλασσαν κεκρυμμέναι πέτραι· ὅθεν καὶ ὕφαλος ἄνθρωπος λέγεται ὁ κεκρυμμένος καὶ πανοῦργος» Ἐτυμολ. Μέγ. 785, 44· «οὐχ ἁπλοῦν γένος εὑρίσκω τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον» Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 29, σ. 328C, κλπ. ΙΙ. ὀλίγον τι ἁλμυρός, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 281.
Greek Monotonic
ὕφᾰλος: -ον (ἅλς), υποθαλάσσιος, ὕφαλος Ἔρεβος, το σκοτάδι της αβύσσου, σε Σοφ.· τὸ ὕφαλον, τα κατώτερα ύδατα, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὕφ-ᾰλος, ον, [ἅλς]
under the sea, ὕφ. Ἔρεβος the darkness of the deep, Soph.; τὸ ὕφαλον the lower waters, Strab.
Mantoulidis Etymological
(=πού βρίσκεται κάτω ἀπό τή θάλασσα). Ἀπό τό ὑπό + ἅλς (=θάλασσα).
German (Pape)
unter dem Meere; ὕφαλα τραύματα, Lecke, welche das Schiff unter dem Wasser bekommt, wie πληγή, Pol. 16.3.2, 16.4.12; Soph. vrbdt ἔρεβος ὕφαλον Ant. 585; Sp., wie Ael. H.A. 14.28; Alciphr. 1.1 und öfter bei Luc.
übertragen wie ὕπουλος, versteckt, hinterlistig.