περιπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιπετάννῡμι:''' и [[περιπεταννύω]] (fut. περιπετάσω, pf. pass. περιπεπέτασμαι и [[περιπέπταμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[распростирать]], [[распускать]] (τὰ [[οἴναρα]] Xen.): π. χέρα τινί Eur. обнимать кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[расстилать]] (φοινικίδας Aeschin.; ἀμφὶ [[δέπας]] περιπέπταται [[ἄκανθος]] Theocr.): περιπεπετασμένος πορφύραν Diod. покрытый порфирой.
|elrutext='''περιπετάννῡμι:''' и [[περιπεταννύω]] (fut. περιπετάσω, pf. pass. περιπεπέτασμαι и [[περιπέπταμαι]])<br /><b class="num">1</b> [[распростирать]], [[распускать]] (τὰ [[οἴναρα]] Xen.): π. χέρα τινί Eur. обнимать кого-л.;<br /><b class="num">2</b> [[расстилать]] (φοινικίδας Aeschin.; ἀμφὶ [[δέπας]] περιπέπταται [[ἄκανθος]] Theocr.): περιπεπετασμένος πορφύραν Diod. покрытый порфирой.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπετάννῡμι Medium diacritics: περιπετάννυμι Low diacritics: περιπετάννυμι Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: peripetánnymi Transliteration B: peripetannymi Transliteration C: peripetannymi Beta Code: peripeta/nnumi

English (LSJ)

also περιπεταννύω, X.Oec.19.18: pf. Pass. -πέπτᾰμαι:— spread or stretch around, Χέρα [τινί] E.Hel.628 (lyr.); κατάδεσμον π. ἥβης spread bathing-drawers over... Theopomp.Com.37 (s. v.l.); [ὀθόνιον] τῷ ἀγγείῳ Dsc.5.75; π. φοινικίδας spread them out, Aeschin.3.76; ἄμπελος… π. τὰ οἴναρα X.l.c.:—Pass., φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν covered with... D.S.31.8; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread over it, Theoc.1.55, cf.A.R.1.1036 (tm.).

German (Pape)

[Seite 586] u. περιπεταννύω (s. πετάννυμι), ringsherum, darüber breiten, bedecken; περιπετάσασα χέρα φίλι ον, Eur. Hel. 634; περιεπέτασε φοινικίδας, Aesch. 3, 76.

French (Bailly abrégé)

déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps en parl. de la vigne.
Étymologie: περί, πετάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πετάννυμι en περι-πεταννύω om... uitspreiden:. περί τ’ ἐπέτασα χέρα ik sloeg mijn arm om hem heen Eur. Hel. 628.

Russian (Dvoretsky)

περιπετάννῡμι: и περιπεταννύω (fut. περιπετάσω, pf. pass. περιπεπέτασμαι и περιπέπταμαι)
1 распростирать, распускать (τὰ οἴναρα Xen.): π. χέρα τινί Eur. обнимать кого-л.;
2 расстилать (φοινικίδας Aeschin.; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ἄκανθος Theocr.): περιπεπετασμένος πορφύραν Diod. покрытый порфирой.

Greek Monolingual

και περιπεταννύω Α
1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω
2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)
3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].

Greek Monotonic

περιπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. -πέπτᾰμαι· απλώνω ή τεντώνω, εκτείνω ολόγυρα, χέρα τινί, σε Ευρ.· περιπετάννυμι φοινικίδας, τις απλώνω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, απλώνεται παντού, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπετάννῡμι: ὡσαύτως, -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω περί τινα ἢ περί τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· ἄμπελος π. τὰ οἴναρα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, ἁπλοῦται ἐπ’ αὐτοῦ πανταχόθεν, Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.

Middle Liddell

and -ύω fut. -πετάσω perf. pass. -πέπτᾰμαι
to spread or stretch around, χέρα τινί Eur.; π. φοινικίδας to spread them out, Aeschin.:— Pass., περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread round, Theocr.