τροχίζω: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $3 ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τροχίζω [τροχός] radbraken.
|elnltext=τροχίζω [τροχός] [[radbraken]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχίζω Medium diacritics: τροχίζω Low diacritics: τροχίζω Capitals: ΤΡΟΧΙΖΩ
Transliteration A: trochízō Transliteration B: trochizō Transliteration C: trochizo Beta Code: troxi/zw

English (LSJ)

fut. Att. -ιῶ AP (v. infr.): (τροχός):—A break on the wheel, torture, D.S.20.71, AP5.180 (Asclep.):—Pass., Antipho 1.20, Arist. EN1153b19; = ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι, Phryn.PS p.114B. II furnish with wheels, Bito 58.3 (Pass.). III Pass., run round, or perhaps take carriage exercise, Arist.Pr.935b29.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 garnir de roues;
2 rouer, livrer au supplice de la roue;
3 écraser sous les roues;
II. intr. tourner comme une roue.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχίζω [τροχός] radbraken.

Russian (Dvoretsky)

τροχίζω:
1 подвергать колесованию, колесовать Arst., Diod., Anth.;
2 вращать, кружить (Arst. - v.l. к τροχάζω).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν
νεοελλ.
1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν' να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι)
2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό
3. μτφ. εξασκώ κάποιον ή κάτι, τον κάνω ικανό («το μυαλό του δεν τροχίζεται εύκολα»)
αρχ.
1. δένω κάποιον στον τροχό, τον βασανίζω
2. παρασύρω κάποιον με τον τροχό και του προκαλώ σωματικές κακώσεις, τον τσαλαπατώ
3. βάζω ρόδες, εφοδιάζω με τροχούς
4. παθ. τροχίζομαι
α) βασανίζομαι, υφίσταμαι σωματικά βασανιστήρια στον τροχό
β) συνεκδ. ταλαιπωρούμαι πολύ
γ) γυρίζω και κυλώ σαν ρόδα, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος. Ο νεοελλ. τ. τροχάω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω), ενώ ο τ. τρουχίζω με κώφωση (πρβλ. κουδούνι: κώδων)].

Greek Monotonic

τροχίζω: μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, βασανίζω, Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς τροχός, τρέχω, περιτρέχω, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.

Middle Liddell

τροχίζω, τροχός
to turn round on the wheel, torture, Arist.

German (Pape)

1 auf dem Rade umdrehen, martern, foltern; Antiph. 1.20; τροχιεῖ, Ascplds. 27 (V.181); pass., Arist. eth. Nic. 7.14.
2 mit dem Rade überfahren, beschädigen, rädern, B.A. 66.
3 mit Rädern versehen, Mathem. vett.
4 intr., im Kreise umlaufen, sich im Kreise drehen, Arist. Probl. 23.39, zweifelh.