Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμερινός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheimerinos
|Transliteration C=cheimerinos
|Beta Code=xeimerino/s
|Beta Code=xeimerino/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or in [[winter]], opp. [[θερινός]], χ. τροπαί <span class="bibl">Democr.14</span>,etc.; χ. μῆνες <span class="bibl">Th.6.21</span>; πρὸς ἥλιον τὸν χ. <span class="bibl">Hdt.1.193</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.8.9</span>; χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.Aër.3, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>364b3</span>; ὄμβροι <span class="bibl">Plb. 9.43.5</span>; συσσίτια χ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>112b</span>; [[δεξαμεναί]] ib.<span class="bibl">117b</span>; πυρετός Hp. <span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">24</span>; νόσοι Gal.17(1).734; ἀργυρώματα <span class="bibl">Ath.6.230d</span>; μάχη <span class="bibl">D.18.216</span>; [<b class="b3">τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας</b> their [[winter]] coat, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>893a5</span>; <b class="b3">χ. ὄνειρος</b> a [[winter night's]] dream. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span> 17</span>; also <b class="b3">τὴν χ</b>. (sc. [[ὥρην]]) the [[winter season]], <span class="bibl">Hdt.1.202</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 4.8.1</span>, <span class="bibl">D.S.1.11</span>; <b class="b3">τὰν χ</b>. (sc. [[ἑξάμηνον]]) ἄρχειν <span class="title">SIG</span>2940.3 (Cos); <b class="b3">τὰ χ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>683c</span>, <span class="bibl">915d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[stormy]], χωρίον <span class="bibl">Th.2.70</span>; <b class="b3">τὸ χ</b>., opp. <b class="b3">τὸ εὐδιεινόν</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">χ. σημεῖον</b> sign of a coming [[storm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>941a2</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>11</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or in [[winter]], opp. [[θερινός]], χ. τροπαί <span class="bibl">Democr.14</span>,etc.; χ. μῆνες <span class="bibl">Th.6.21</span>; πρὸς ἥλιον τὸν χ. <span class="bibl">Hdt.1.193</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.8.9</span>; χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.Aër.3, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>364b3</span>; ὄμβροι <span class="bibl">Plb. 9.43.5</span>; συσσίτια χ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>112b</span>; [[δεξαμεναί]] ib.<span class="bibl">117b</span>; πυρετός Hp. <span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">24</span>; νόσοι Gal.17(1).734; ἀργυρώματα <span class="bibl">Ath.6.230d</span>; μάχη <span class="bibl">D.18.216</span>; [<b class="b3">τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας</b> their [[winter]] coat, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>893a5</span>; <b class="b3">χ. ὄνειρος</b> a [[winter night's]] dream. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span> 17</span>; also <b class="b3">τὴν χ</b>. (''[[sc.]]'' [[ὥρην]]) the [[winter season]], <span class="bibl">Hdt.1.202</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 4.8.1</span>, <span class="bibl">D.S.1.11</span>; <b class="b3">τὰν χ</b>. (''[[sc.]]'' [[ἑξάμηνον]]) ἄρχειν <span class="title">SIG</span>2940.3 (Cos); <b class="b3">τὰ χ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>683c</span>, <span class="bibl">915d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[stormy]], χωρίον <span class="bibl">Th.2.70</span>; <b class="b3">τὸ χ</b>., opp. <b class="b3">τὸ εὐδιεινόν</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">χ. σημεῖον</b> sign of a coming [[storm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>941a2</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>11</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χειμερῐνός, ή, όν [[χεῖμα]]<br /><b class="num">1.</b> of or in [[winter]], of or in [[winter]]-[[time]], opp. to [[θερινός]], χ. τροπαί (v. [[τροπή]] 1), Hdt., Thuc., etc.; τὴν χ. (sc. ὥρην) [[during]] the [[winter]] [[season]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[wintry]], Thuc.; v. [[χειμέριος]].
|mdlsjtxt=χειμερῐνός, ή, όν [[χεῖμα]]<br /><b class="num">1.</b> of or in [[winter]], of or in [[winter]]-[[time]], opp. to [[θερινός]], χ. τροπαί (v. [[τροπή]] 1), Hdt., Thuc., etc.; τὴν χ. (''[[sc.]]'' ὥρην) [[during]] the [[winter]] [[season]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[wintry]], Thuc.; v. [[χειμέριος]].
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[bleak]], [[of winter]]
|woodrun=[[bleak]], [[of winter]]
}}
}}

Revision as of 11:37, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμερῐνός Medium diacritics: χειμερινός Low diacritics: χειμερινός Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: cheimerinós Transliteration B: cheimerinos Transliteration C: cheimerinos Beta Code: xeimerino/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or in winter, opp. θερινός, χ. τροπαί Democr.14,etc.; χ. μῆνες Th.6.21; πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193, cf. X.Mem.3.8.9; χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.Aër.3, cf. Arist.Mete.364b3; ὄμβροι Plb. 9.43.5; συσσίτια χ. Pl.Criti.112b; δεξαμεναί ib.117b; πυρετός Hp. Acut. (Sp.) 24; νόσοι Gal.17(1).734; ἀργυρώματα Ath.6.230d; μάχη D.18.216; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr.893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ἄρχειν SIG2940.3 (Cos); τὰ χ. Pl.Lg.683c, 915d. 2 stormy, χωρίον Th.2.70; τὸ χ., opp. τὸ εὐδιεινόν, Thphr.Vent.1. 3 χ. σημεῖον sign of a coming storm, Arist.Pr.941a2, Thphr.Sign.11.

German (Pape)

[Seite 1343] = χειμέριος, was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται θερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch χωρίον, 2, 70; ἥλιος Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver ; ἡ χειμερινή (ὥρη) HDT la mauvaise saison ; τὸ χειμερινόν ou τὰ χειμερινά, les brumes d'hiver, le mauvais temps, où règne le mauvais temps.
Étymologie: χεῖμα.

Russian (Dvoretsky)

χειμερῐνός:
1 зимний (μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.): πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. обращенный к зимнему солнцу, т. е. на юг; περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. во время зимнего солнцестояния; χ. ὄνειρος Luc. сон в зимнюю ночь;
2 холодный, суровый (χωρίον Thuc.). - см. тж. χειμερινά и χειμερινή.

Greek (Liddell-Scott)

χειμερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χειμῶνα ἢ γινόμενος τὸν χειμῶνα, ἀντίθετον τῷ θερινός, χ. τροπαὶ (ἴδε ἔν λ. τροπὴ Ι)· χειμερινοὶ μῆνες Θουκ. 6. 21· πρὸς ἥλιον τὸν χειμερινὸν Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· χειμερινὴ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3 κἐξ.· ὄμβροι Πολύβ. 9. 43, 5· χ. ξυσσίτια Πλάτ. Κριτί. 112Β, πρβλ. 117Β· ἀργυρώματα Ἀθήν. 230D· μάχη Δημ. 300. 17 [τίνα τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χειμερινὰς τρίχας, τὴν χειμερινὴν αὐτῶν τρίχωσιν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 21· χειμερινὸς ὄνειρος, χειμερινῆς νυκτὸς ὄνειρον, δηλ. μακρόν, Λουκ. Ἐνύπ. 17 ― ὡσαύτως, τὴν χ. (ἐξυπακ. ὥρην), τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνος Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, τὰ χειμερινὰ Πλάτ. Νόμ. 683C, 915D. 2) χειμῶνι ὅμοιος, ψυχρός, παγετώδης (ὅτε ἡ σημασία πλησιάζει τῇ τῆς λέξ. χειμέριος), χωρίον Θουκ. 2. 70, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 1 πρὸς 6. 1 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 332.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χειμερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια του χειμώνα, χειμωνιάτικος
2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν μάχην», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κατάλληλος για την εποχή του χειμώνα («χειμερινά ενδύματα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με κάτι συστηματικά στη διάρκεια του χειμώνα («χειμερινός κολυμβητής»)
3. φρ. α) «χειμερινή αντοχή»
(γεωπ.) η απόκτηση αντοχής στο ψύχος του χειμώνα ορισμένων ευπαθών στο ψύχος φυτών με βαθμιαία έκθεση τους σε αυτό
β) «χειμερινή ώρα»
αστρον. η ώρα της ατράκτου στην οποία κανονικά ανήκει μία χώρα, σε αντιδιαστολή προς τη θερινή ώρα, που εν γένει προηγείται κατά μία ώρα και εφαρμόζεται κατά τη θερινή περίοδο, με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας
αρχ.
1. ψυχρός, παγετώδης («ἐν χωρίῳ χειμερινῷ», Θουκ.)
2. (το θηλ. ως ουσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ χειμερινή (ενν. ὥρα) και τὰ χειμερινά
η εποχή του χειμώνα
3. φρ. «χειμερινὸν σημεῖον» — σημάδι επερχόμενης τρικυμίας (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας].

Greek Monotonic

χειμερῐνός: -ή, -όν (χεῖμα
1. αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το θερινός, χειμεριναὶ τροπαί (βλ. τροπή I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὴν χειμερινήν (ενν. ὥρην), κατά τη διάρκεια της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.
2. χειμερινός, σε Θουκ.· βλ. χειμέριος.

Middle Liddell

χειμερῐνός, ή, όν χεῖμα
1. of or in winter, of or in winter-time, opp. to θερινός, χ. τροπαί (v. τροπή 1), Hdt., Thuc., etc.; τὴν χ. (sc. ὥρην) during the winter season, Hdt.
2. wintry, Thuc.; v. χειμέριος.

English (Woodhouse)

bleak, of winter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)