περιαγωγή: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de conduire autour, de faire | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de conduire autour]], [[de faire tourner]] ; <i>particul.</i> action de faire tournoyer (une fronde) ; <i>fig.</i> action de disperser çà et là, de distraire;<br /><b>2</b> action de tourner autour, détour, mouvement circulaire, rotation, révolution (de l'univers, des astres, <i>etc.</i>) ; les mouvements circulaires d'une danse.<br />'''Étymologie:''' [[περιάγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:59, 7 December 2022
English (LSJ)
Dor. -γά, ἡ, A turning round, ὄνου Hp.Fract.31; περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος Id.Art. 62; χειρῶν Gal.6.92, cf. Pl.R.518d; whirling of a sling, Plb.27.11.6. b metaph., distraction, Plu.2.588d. 2 carrying round, τον ὕδατος εἰς τὸ βαλανεῖον IG42(1).109iii44 (Epid., iii B.C.); τῶν ἐπιτηδείων Plu.Nic.7. II rotalion, revolution, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Pl.Plt.270a; τοῦ οὐρανοῦ Arist.Mu.399a2; of the moon, Plu.2.923c; π. περὶ τὸν ἄξονα Hierocl. in CA24p.474M.; τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.Salt.71; ἡ τῆς ψυχῆς π. Plot.2.1.3. 2 in Tactics, wheeling, J.BJ3.5.7, Ael.Tact.18.4 (both pl.). 3 circuit, καμπὴ καὶ π. Plu.2.819a, cf. 407c. 4 circumference, ὀστέων, λοβῶν, Aret.SD1.8, 13. 5 enclosure, π. φυτώδης, of a grass-plot, Erot. s.v. ἐκχλοιούμενα. 6 Rhet., rounding of a period, Demetr.Eloc.19; ἐκ περιαγωγῆς συντεθεῖσθαι Anon.Fig.p.114S.
German (Pape)
[Seite 568] ἡ, das Herumführen, das Umwenden; στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας περιαγωγάς, Plat. Polit. 269 e; der Schleuder, Pol. 27, 9, 6; Sp., bes. Plut., auch = Umschweif, List, vgl. reip. ger. praec. 25, πολλὰ γὰρ ἀπ' εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος καμπῆς καὶ περιαγωγῆς.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de conduire autour, de faire tourner ; particul. action de faire tournoyer (une fronde) ; fig. action de disperser çà et là, de distraire;
2 action de tourner autour, détour, mouvement circulaire, rotation, révolution (de l'univers, des astres, etc.) ; les mouvements circulaires d'une danse.
Étymologie: περιάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαγωγή -ῆς, ἡ [περιάγω] transport:. τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων het transport van de levensmiddelen Plut. Nic. 7.1. terugleiding:. ψυχῆς περιαγωγὴ ἐκ νυκτερινῆς τινος ἡμέρας εἰς ἀληθινήν het terugleiden van de ziel uit een soort nachtelijke dag naar het ware daglicht Plat. Resp. 521c. draaiing, draai:; ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας περιαγωγάς door de godheid rondgewenteld worden in twee tegengestelde draaiingen Plat. Plt. 270a; τῆς ὀρχηστικῆς... περιαγωγάς de draaibewegingen bij het dansen Luc. 45.71; geneesk.: τὰς περιαγωγὰς ποιεῖσθαι τῆς ἐπιδέσιος de wikkelingen van het verband aanbrengen Hp. Art. 62; ὄνου... περιαγωγή het draaien aan een lier (om een breuk te zetten) Hp. Fract. 31.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰγωγή: ἡ
1 (круго)вращение (τοῦ οὐρανοῦ Arst.; τῶν ἀστέρων Plut.); круговое движение, круг (τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.);
2 поворотливость, маневренность (τριήρεις πρὸς τάχος καὶ περιαγωγὴν ἄριστα κατεσκευασμέναι Plut.);
3 уловка, изворотливость (καμπὴ καὶ π. Plut.);
4 поглощенность, занятость (π. τῶν χρειῶν Plut.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α περιάγω
νεοελλ.
1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί
2. κατάντημα, κατάντια
αρχ.
1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.)
2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῦ ὕδατος εἰς τὸ βαλανεῖον» επιγρ.)
3. περιφορά («περιαγωγὴ τῆς σελήνης», Πλούτ.)
4. (για σφεντόνα) περιδίνηση
5. ελιγμός («αὐτῶν συναφεῖς μὲν αἱ τάξεις, εὔστροφοι δὲ εἰσιν αἱ περιαγωγαι», Ιώσ.)
6. εφέλκυση ή μετάβαση («ἡ πρὸς τὰ νοητὰ οἰκείωσις κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται», Κλήμ.)
7. περιφέρεια («τὴν περιαγωγὴν τῶν λοβῶν», Αρετ.)
8. τόπος περίφρακτος
9. (ρητ.) το να καθιστά κάποιος μια περίοδο κομψή και γλαφυρή
10. η επιδίωξη του ποθούμενου με πλάγια μέσα
11. μτφ. παραπλάνηση, εκτροπή από τον σωστό δρόμο.
Greek Monotonic
περιᾰγωγή: ἡ, περιφορά, περιστροφή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγή: ἡ, τὸ περιάγειν, ἡ περιστροφὴ, ὄνου Ἱππ. γμ. 733· ἐπιδέσιος ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 827· τοῦ οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 17· ἡ περιδίνης σφενδόνης, Πολύβ. 27. 9, 6· - μεταφορ., περισπασμός, περιπλάνησις ἔκ τινος αἰτίας, Πλούτ. 2. 588D. 2) τὸ κομίζειν πέριξ, τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων ὁ αὐτ. ἐν Νικ. 7. ΙΙ. τὸ περιστρέφεσθαι, περιστρφή, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Πλάτ. Πολιτ. 269Ε, πρβλ. Πολ. 518D· τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 71· π. τῆς σελήνης, τῶν ἀστέρων Πλούτ. 2. 923C, κτλ. 2) τὸ περιάγειν τι, μὴ ποιεῖν αὐτὸ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ διὰ πλαγίου τρόπου, πολλὰ γὰρ ἀπ’ εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος ἁμωσγέπως καμπῆς καὶ περιαγωγῆς Πλούτ. 2. 818F, πρβλ. 407C. 3) ἐφέλκυσις ἢ μετάβασις, ἡ πρὸς τὰ νοητὰ οἰκείωσις κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται Κλήμ. Ἀλ. 631. 4) περιφέρεια, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 5) ἐστρογγυλωμένη περίοδος, Δημ. Φαληρ. Περὶ Ἑρμην. ἐν Ρήτ. (Walz) τ. 9, σ. 26 καὶ 104 ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς σελίδος.
Middle Liddell
περιᾰγωγή, ἡ, [from περιάγω
a going round, a revolution, Plat.