ἀμεύομαι: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. f. et ao.</i><br /><b>1</b> passer de l'autre côté de, franchir, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> surpasser.<br />'''Étymologie:''' dor. c. ἀμείβομαι. | |btext=<i>seul. f. et ao.</i><br /><b>1</b> [[passer de l'autre côté de]], [[franchir]], acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> surpasser.<br />'''Étymologie:''' dor. c. ἀμείβομαι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:35, 7 December 2022
English (LSJ)
Dor. A = ἀμείβομαι, only fut. and aor. 1, surpass, outstrip, ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.P.1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.Fr.23. 2 pass over, ὕδατα Euph.119. II purchase(?), GDI4964 (Gortyn).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. EM 1060, 1152]
• Morfología: [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι ICr.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]
1 franquear, pasar al otro lado de ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.
2 c. ac. de pers. sobrepasar, superar, aventajar ἀντίους Pi.P.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.Fr.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.
3 adquirir, trocar, ICr.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).
• Etimología: Cf. ἀμύνω.
German (Pape)
[Seite 123] (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.
French (Bailly abrégé)
seul. f. et ao.
1 passer de l'autre côté de, franchir, acc.;
2 fig. surpasser.
Étymologie: dor. c. ἀμείβομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεύομαι: (ᾰμ) только fut. и aor. превосходить, побеждать (ἀμεύσασθαι ἀντίους Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύομαι: ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε ἀμείβω ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.
English (Slater)
ᾰμεύομαι surpass ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (v.l. ἀμεύσεσθ) (P. 1.45) ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (-σασθαι Bergk.) fr. 23.
Greek Monolingual
ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)
1. ξεπερνώ, νικώ
2. διέρχομαι, διαπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη σημασία «υπερτερώ, υπερέχω, αξίζω». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀμύνω, καθώς και με τα: λατ. moveo «κινώ», αρχ. ινδ. mīivati «μετακινώ, σπρώχνω», χεττιτ. maušzi «πέφτω» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμευσιεπής, ἀμεύσιμος, ἀμευσίπορος.
Greek Monotonic
ἀμεύομαι: Αιολ. αντί ἀμείβομαι, υπερτερώ, νικώ, κυριαρχώ, σε Πίνδ.
Middle Liddell
[aeolic for ἀμείβομαι]
to conquer, Pind.