ἐπιφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epifoitao
|Transliteration C=epifoitao
|Beta Code=e)pifoita/w
|Beta Code=e)pifoita/w
|Definition=Ion. [[ἐπιφοιτέω]],<br><span class="bld">A</span> [[come habitually]] or [[come in addition]], πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος Hdt.1.97; <b class="b3">οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες</b> the [[subsequent]] [[arrival]]s, Id.9.28; <b class="b3">ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος</b> [[every]] [[new]] [[wine]]-[[jar]] [[import]]ed, Id.3.6; <b class="b3">ἐπιφοιτάω ἐς</b>.. to [[go about]] to [[different]] places, Th.1.135; <b class="b3">τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες</b> [[visiting]], [[invading]] it, ib.81; τὰς πόλεις Jul.''Or.''7.221b: c. dat., τοῖς θεάτροις Ael.''VH''2.13.<br><span class="bld">2</span> c. dat. pers., <b class="b3">σπάνιος ἐ. σφι</b> [[visit]]s them [[rarely]], of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.''Am.''9, etc.<br><span class="bld">3</span> c. acc. pers., of visions, [[haunt]], Hdt.7.16.γ, cf. 15; of a [[disease]], [[recur]], Hp.''Coac.''316; [[spread]], <b class="b3">ἅπασι [τοῖσι νεύροισι]</b>, of rheumatic pains, Aret.''SD''2.12; <b class="b3">ἐπεφοίτα πανταχόσε</b> he [[go round|went round]] to [[every]] [[ship]], Plu.''Ant.''65.<br><span class="bld">4</span> in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10.
|Definition=Ion. [[ἐπιφοιτέω]],<br><span class="bld">A</span> [[come habitually]] or [[come in addition]], πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος Hdt.1.97; <b class="b3">οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες</b> the [[subsequent]] [[arrival]]s, Id.9.28; <b class="b3">ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος</b> [[every]] [[new]] [[wine]]-[[jar]] [[import]]ed, Id.3.6; <b class="b3">ἐπιφοιτάω ἐς</b>.. to [[go about]] to [[different]] places, Th.1.135; <b class="b3">τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες</b> [[visiting]], [[invading]] it, ib.81; τὰς πόλεις Jul.''Or.''7.221b: c. dat., τοῖς θεάτροις Ael.''VH''2.13.<br><span class="bld">2</span> c. dat. pers., <b class="b3">σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι</b> [[visit]]s them [[rarely]], of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.''Am.''9, etc.<br><span class="bld">3</span> c. acc. pers., of visions, [[haunt]], Hdt.7.16.γ, cf. 15; of a [[disease]], [[recur]], Hp.''Coac.''316; [[spread]], <b class="b3">ἅπασι [τοῖσι νεύροισι]</b>, of rheumatic pains, Aret.''SD''2.12; <b class="b3">ἐπεφοίτα πανταχόσε</b> he [[go round|went round]] to [[every]] [[ship]], Plu.''Ant.''65.<br><span class="bld">4</span> in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:23, 18 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφοιτάω Medium diacritics: ἐπιφοιτάω Low diacritics: επιφοιτάω Capitals: ΕΠΙΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: epiphoitáō Transliteration B: epiphoitaō Transliteration C: epifoitao Beta Code: e)pifoita/w

English (LSJ)

Ion. ἐπιφοιτέω,
A come habitually or come in addition, πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος Hdt.1.97; οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες the subsequent arrivals, Id.9.28; ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος every new wine-jar imported, Id.3.6; ἐπιφοιτάω ἐς.. to go about to different places, Th.1.135; τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες visiting, invading it, ib.81; τὰς πόλεις Jul.Or.7.221b: c. dat., τοῖς θεάτροις Ael.VH2.13.
2 c. dat. pers., σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.Am.9, etc.
3 c. acc. pers., of visions, haunt, Hdt.7.16.γ, cf. 15; of a disease, recur, Hp.Coac.316; spread, ἅπασι [τοῖσι νεύροισι], of rheumatic pains, Aret.SD2.12; ἐπεφοίτα πανταχόσε he went round to every ship, Plu.Ant.65.
4 in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10.

German (Pape)

[Seite 1000] hinzugehen, hinzukommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 venir de nouveau ou souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; avec idée d'hostilité faire des incursions dans un pays ennemi;
2 venir vers, visiter ; en gén. aller vers, τινι.
Étymologie: ἐπί, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφοιτάω: ион. ἐπιφοιτέω
1 прибывать, приходить, посещать (ἐς Πελοπόννησον Thuc.; τινι Her.): τὸ ἐπιφοιτέον и οἱ ἐπιφοιτέοντες Her. приходящие, посетители; ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος Her. ввозимая (в Египет) глиняная посуда;
2 посещать, являться (ἐπιφοιτέον τινὶ ὄνειρον Her.);
3 совершать нападение, делать набег (τὴν γῆν Thuc.);
4 поражать (αἱ νόσοι ἐπιφοιτῶσι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφοιτάω: Ἰων. -έω, μεταβαίνω που συχνά, συχνάζω, πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., περιέρχομαι εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· ὥστε τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, ὥστε εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, αὐτόθι 81. 2) μετὰ δοτ. προσ., σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν ὄνειρον θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα πανταχόσε, μετέβαινε πανταχοῦ, Πλουτ. Ἀντ. 65.

Greek Monotonic

ἐπιφοιτάω: Ιων. —έω, μέλ. -ήσω,
1. έρχομαι εξακολουθητικά, επισκέπτομαι ξανά και ξανά, πηγαίνω κάπου επανειλημμένα, συχνάζω, τὸ ἐπιφοιτέον ή οἱ ἐπιφοιτέοντες, οι επισκέπτες, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, οι κανάτες κρασιού που έρχονταν συνέχεια, στον ίδ.· ἐπ. ἐς..., περιφέρομαι, περιηγούμαι σε διάφορα μέρη, σε Θουκ.
2. με δοτ., σπάνιος ἐπ. σφι, τους επισκέπτεται σπάνια, λέγεται για τον Φοίνικα, σε Ηρόδ.
3. με αιτ. προσ., λέγεται για οράματα, στοιχειώνω, βασανίζω, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to come habitually to, visit again and again, τὸ ἐπιφοιτέον or οἱ ἐπιφοιτέοντες the visitors, Hdt.; ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος the wine-jars which are regularly imported, Hdt.; ἐπ. ἐς . . to go about to different places, Thuc.
2. c. dat., σπάνιος ἐπ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.
3. c. acc. pers., of visions, to haunt, Hdt.