ὁμοφυλία: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omofylia | |Transliteration C=omofylia | ||
|Beta Code=o(mofuli/a | |Beta Code=o(mofuli/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[sameness of race]] or [[sameness of tribe]], Str.1.2.34, Plu.2.975f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[identité de race]], [[de nation]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμόφυλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοφῡλία:''' ἡ [[племенное родство]], [[общность происхождения]], [[рода]] или [[породы]] (ὁ. καὶ συνοιαίτησις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοφῡλία''': ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε. | |lstext='''ὁμοφῡλία''': ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφυλία]]) [[ομόφυλος]]<br />[[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] της φυλής ή του γένους, [[συγγένεια]] («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων [[ἔθνος]] καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει [[κατά]] τε τὴν διάλεκτον...», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] φυλών ή εθνών που συγγενεύουν [[μεταξύ]] τους («ιαπετική [[ομοφυλία]]»)<br /><b>2.</b> [[τάξη]] ομοειδών πραγμάτων που έχουν [[κοινή]] [[καταγωγή]] ή [[προέλευση]] («ρωμανική γλωσσική [[ομοφυλία]]» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες). | |mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφυλία]]) [[ομόφυλος]]<br />[[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] της φυλής ή του γένους, [[συγγένεια]] («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων [[ἔθνος]] καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει [[κατά]] τε τὴν διάλεκτον...», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] φυλών ή εθνών που συγγενεύουν [[μεταξύ]] τους («ιαπετική [[ομοφυλία]]»)<br /><b>2.</b> [[τάξη]] ομοειδών πραγμάτων που έχουν [[κοινή]] [[καταγωγή]] ή [[προέλευση]] («ρωμανική γλωσσική [[ομοφυλία]]» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμοφῡλία:''' ἡ, [[ταυτότητα]] ως προς τη [[φυλή]] ή το [[γένος]], σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμοφῡλία, ἡ,<br />[[sameness]] of [[race]] or [[tribe]], Strab. [from ὁμόφῡλος] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, sameness of race or sameness of tribe, Str.1.2.34, Plu.2.975f.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, Gleichheit des Stammes, Verwandtschaft des Volkes; Strab. 1, 2, 34, Plut. sol. an. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
identité de race, de nation.
Étymologie: ὁμόφυλος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοφῡλία: ἡ племенное родство, общность происхождения, рода или породы (ὁ. καὶ συνοιαίτησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφῡλία: ἡ, ταυτότης φυλῆς ἢ γένους, Στράβ. 41, Πλούτ. 2. 975Ε.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμοφυλία) ομόφυλος
ταυτότητα ή ομοιότητα της φυλής ή του γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.)
νεοελλ.
1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν μεταξύ τους («ιαπετική ομοφυλία»)
2. τάξη ομοειδών πραγμάτων που έχουν κοινή καταγωγή ή προέλευση («ρωμανική γλωσσική ομοφυλία» — οι νεώτερες γλώσσες που προήλθαν από τη Λατινική, οι λατινογενείς γλώσσες).
Greek Monotonic
ὁμοφῡλία: ἡ, ταυτότητα ως προς τη φυλή ή το γένος, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὁμοφῡλία, ἡ,
sameness of race or tribe, Strab. [from ὁμόφῡλος]