τουτόθεν: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />[[d'ici]].<br />'''Étymologie:''' [[τοῦτο]], -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br />[[d'ici]].<br />'''Étymologie:''' [[τοῦτο]], [[-θεν]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:18, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv. from here, A.D.Adv.163.24,190.20, cj. in Erinn. 3.1; also τουτόθε, Theoc.4.10.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'ici.
Étymologie: τοῦτο, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
τουτόθεν: Ἐπίρρ., ἐντεῦθεν, Α. Β. 574, 604· καὶ τουτόθε, Θεόκρ. 4. 16· πρβλ. αὐτόθεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από εκεί, από αυτό το μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο + επιρρμ. κατάλ. -θεν /-θε].
Greek Monotonic
τουτόθεν: και -θε, επίρρ., απ' όπου, σε Θεόκρ.· ομοίως, τουτῶθεν, επίρρ., στον ίδ.