προαπολείπω: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(4) |
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proapoleipo | |Transliteration C=proapoleipo | ||
|Beta Code=proapolei/pw | |Beta Code=proapolei/pw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[leave beforehand]], οὐ π. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἢ [[χήρα]] γένηται, of [[dove]]s, Arist.HA612b33; of [[water]], [[quit]] certain places [[first]], Id.Mete.352b11; π. τὴν τάξιν [[depart from]] the [[natural]] [[order]] [[first]], Id.Rh. Al.1438a31.<br><span class="bld">II</span> intr., [[fail before]] or [[fail first]], Hp.Mul.1.59: c.gen., [[fail before]], i.e. [[in comparison with]], τοῦ σώματος… ἡ ψυχὴ π. Antipho 5.93; προαπολείπει τῆς [[προθυμία]]ς ἡ [[δύναμις]] Plu.2.789d:—Med., ib. 1078f.<br><span class="bld">2</span> [[desist first]], Paus.2.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0708.png Seite 708]] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; sc. βίον, vorher sterben, [[ψυχή]], Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0708.png Seite 708]] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; ''[[sc.]]'' βίον, vorher sterben, [[ψυχή]], Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=[[abandonner auparavant]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προαπολείπομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀπολείπω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-απολείπω eerst zijn kracht verliezen:. οἱ... βορέαι... προαπολείπουσι de noordenwinden verliezen al eerder hun kracht Plut. Sert. 8.4. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''προᾰπολείπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ранее оставлять]], [[первым покидать]] (τὴν κοινωνίαν Arst.);<br /><b class="num">2</b> тж. med. [[оставаться позади]], [[уступать]], [[отставать]] Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ [[δύναμις]] Plut. силы отстают от рвения;<br /><b class="num">3</b> [[слабеть]] (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών. | |lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προαπολείπω''': [[ἀπολείπω]] πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἢ [[χήρα]] γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· [[προαπολείπω]] τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ [[ἐγκαταλείπω]] τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀποκάμνω]] πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., [[ἀποκάμνω]] πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· [[δύναμις]] προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), [[ἀποθνήσκω]] πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />intr. to [[fail]] [[before]], i. e. in [[comparison]] of, c. gen., [[Antipho]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 9 January 2023
English (LSJ)
A leave beforehand, οὐ π. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἢ χήρα γένηται, of doves, Arist.HA612b33; of water, quit certain places first, Id.Mete.352b11; π. τὴν τάξιν depart from the natural order first, Id.Rh. Al.1438a31.
II intr., fail before or fail first, Hp.Mul.1.59: c.gen., fail before, i.e. in comparison with, τοῦ σώματος… ἡ ψυχὴ π. Antipho 5.93; προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ δύναμις Plu.2.789d:—Med., ib. 1078f.
2 desist first, Paus.2.1.5.
German (Pape)
[Seite 708] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; sc. βίον, vorher sterben, ψυχή, Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13.
French (Bailly abrégé)
abandonner auparavant;
Moy. προαπολείπομαι m. sign.
Étymologie: πρό, ἀπολείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-απολείπω eerst zijn kracht verliezen:. οἱ... βορέαι... προαπολείπουσι de noordenwinden verliezen al eerder hun kracht Plut. Sert. 8.4.
Russian (Dvoretsky)
προᾰπολείπω:
1 ранее оставлять, первым покидать (τὴν κοινωνίαν Arst.);
2 тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ δύναμις Plut. силы отстают от рвения;
3 слабеть (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.)
2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων
3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων
4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν» — εγκαταλείπω πρώτος εγώ τον τρόπο της ενέργειας
β) «προαπολείπω τὸν βίον» ή απλώς «προαπολείπω» — πεθαίνω πριν να τελειώσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπολείπω «αφήνω, εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
προαπολείπω: μέλ. -ψω, αμτβ., εγκαταλείπω εκ των προτέρων, αποτυγχάνω πρώτος, δηλ. σε σύγκριση με κάποιον άλλο, με γεν., σε Αντιφών.
Greek (Liddell-Scott)
προαπολείπω: ἀπολείπω πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἢ χήρα γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· προαπολείπω τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ ἐγκαταλείπω τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀποκάμνω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., ἀποκάμνω πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει πρός τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· δύναμις προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), ἀποθνήσκω πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.
Middle Liddell
fut. ψω
intr. to fail before, i. e. in comparison of, c. gen., Antipho.