πλακοῦς: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plakoys | |Transliteration C=plakoys | ||
|Beta Code=plakou=s | |Beta Code=plakou=s | ||
|Definition= | |Definition=πλακοῦντος, ὁ, voc.<br><span class="bld">A</span> πλακοῦ Theodos.Can.p.3 H.:—contr. from [[πλακόεις]], [[flat]] [[cake]] (perhaps shaped like the [[mallow]]-[[seed]], Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος [[κύκλος]] Ar.Ach.1125, cf. Alex.22 (pl., hex.); πλακοῦς [[ἄρτος]] Ath.14.645d: also resolved [[πλακόεις]], AP6.155 (Theodorid.).<br><span class="bld">II</span> the [[seed]] of the [[mallow]], which seeds children call [[cheese]]s, Phan.Hist.29, Gal.10.113. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] οῦντος, ὁ, zsgz. aus [[πλακόεις]], vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, [[πλακοῦς]] πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] οῦντος, ὁ, zsgz. aus [[πλακόεις]], vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, [[πλακοῦς]] πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[πλακόεις]]. | |btext=v. [[πλακόεις]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλακοῦς -οῦσσα -οῦν, zonder contr. πλακόεις -όεσσα -όεν [πλάξ] plat; subst. ὁ πλακοῦς platte koek. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰκοῦς:''' οῦντος ὁ стяж. = [[πλακόεις]] II. | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / | |mltxt=ο / πλακοῦς, -οῦν | ||
τος, ΝΜΑ, και [[πλακούντας]] Ν<br />[[είδος]] εδέσματος που παρασκευάζεται από [[ζύμη]] με την [[προσθήκη]] άλλων υλικών, και το οποίο έχει [[σχήμα]] πλατύ, η [[πίτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[είδος]] μικρού γλυκίσματος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη [[μάζα]]<br /><b>3.</b> (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το [[έμβρυο]] με τη [[μήτρα]] της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή [[συνεργασία]] εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) το [[τμήμα]] της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο [[είναι]] προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[ιστός]] με τον οποίο τα [[σπόρια]] και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό<br />γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο [[υπόλειμμα]] το οποίο παραμένει [[μετά]] την [[απομάκρυνση]], με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η [[ελαιόπιτα]] ή ο [[ελαιοπλακούντας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπερματικός]] [[τύπος]] της μολόχας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλακόεις]] με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾰκοῦς:''' -οῦντος, ὁ, συνηρ. [[τύπος]] από το [[πλακόεις]] ([[πλάξ]]), πλατύ [[ζυμαρικό]], Λατ.[[placenta]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πλᾰκοῦς:''' -οῦντος, ὁ, συνηρ. [[τύπος]] από το [[πλακόεις]] ([[πλάξ]]), πλατύ [[ζυμαρικό]], Λατ. [[placenta]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλακοῦς''': οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ [[πλακόεις]], πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta ([[ἴσως]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), συχν. παρ’ Ἀριστοφ., [[οἷον]] πλακοῦντος [[κύκλος]] Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. [[αὐτόθι]] 645D· ― [[ὡσαύτως]] ἀσυναίρ. [[πλακόεις]], Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς [[τύπος]] τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πλᾰκοῦς, οῦντος, ὁ, [[πλάξ]]<br />a [[flat]] [[cake]], Lat. [[placenta]], Ar. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-οῦντος (=πλατύ ζυμαρικό, [[πίττα]]). Ἀπό ρίζα πλακ- τῆς λέξης [[πλάξ]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[torta]] para ofrendas ποίει πλακοῦντας ζʹ καὶ πόπανα ζʹ <b class="b3">haz siete tortas y siete pasteles</b> P I 288 P IV 2191 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
πλακοῦντος, ὁ, voc.
A πλακοῦ Theodos.Can.p.3 H.:—contr. from πλακόεις, flat cake (perhaps shaped like the mallow-seed, Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach.1125, cf. Alex.22 (pl., hex.); πλακοῦς ἄρτος Ath.14.645d: also resolved πλακόεις, AP6.155 (Theodorid.).
II the seed of the mallow, which seeds children call cheeses, Phan.Hist.29, Gal.10.113.
German (Pape)
[Seite 624] οῦντος, ὁ, zsgz. aus πλακόεις, vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, πλακοῦς πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.
French (Bailly abrégé)
v. πλακόεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλακοῦς -οῦσσα -οῦν, zonder contr. πλακόεις -όεσσα -όεν [πλάξ] plat; subst. ὁ πλακοῦς platte koek.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰκοῦς: οῦντος ὁ стяж. = πλακόεις II.
Spanish
Greek Monolingual
ο / πλακοῦς, -οῦν
τος, ΝΜΑ, και πλακούντας Ν
είδος εδέσματος που παρασκευάζεται από ζύμη με την προσθήκη άλλων υλικών, και το οποίο έχει σχήμα πλατύ, η πίτα
νεοελλ.
1. κάθε είδος μικρού γλυκίσματος από ζυμάρι
2. κάθε πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη μάζα
3. (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή συνεργασία εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας
4. βοτ. α) το τμήμα της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο είναι προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες
β) (κατ' επέκτ.) ο ιστός με τον οποίο τα σπόρια και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό
γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο υπόλειμμα το οποίο παραμένει μετά την απομάκρυνση, με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η ελαιόπιτα ή ο ελαιοπλακούντας
αρχ.
ο σπερματικός τύπος της μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακόεις με συναίρεση (βλ. και -όεις)].
Greek Monotonic
πλᾰκοῦς: -οῦντος, ὁ, συνηρ. τύπος από το πλακόεις (πλάξ), πλατύ ζυμαρικό, Λατ. placenta, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλακοῦς: οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ πλακόεις, πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta (ἴσως, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), συχν. παρ’ Ἀριστοφ., οἷον πλακοῦντος κύκλος Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. αὐτόθι 645D· ― ὡσαύτως ἀσυναίρ. πλακόεις, Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς τύπος τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
Middle Liddell
πλᾰκοῦς, οῦντος, ὁ, πλάξ
a flat cake, Lat. placenta, Ar.
Mantoulidis Etymological
-οῦντος (=πλατύ ζυμαρικό, πίττα). Ἀπό ρίζα πλακ- τῆς λέξης πλάξ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ torta para ofrendas ποίει πλακοῦντας ζʹ καὶ πόπανα ζʹ haz siete tortas y siete pasteles P I 288 P IV 2191