χάλασμα: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalasma | |Transliteration C=chalasma | ||
|Beta Code=xa/lasma | |Beta Code=xa/lasma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[slackened condition]], [[relaxation]], ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d, cf. Luc.''Asin.''9; [[lack of elasticity]], Ph.''Bel.''58.8, 65.50; [[low tension]] of blood-vessels, Orib. 7.19.6.<br><span class="bld">2</span> [[gap]] in the line of battle, Plb.18.30.8; [[σύμμετρον ἔχειν χάλασμα]] to [[be packed not too tightly]], Plu.''Aem.''32.<br><span class="bld">3</span> [[slit]], Ruf.''Anat.''59, Gal.4.733; χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ ''IG''7.3073.114 (Lebad., ii B. C.).<br><span class="bld">4</span> [[baulk]] or [[footpath]] on the edge of arable land, ''PLille''2.16 (iii B. C.), ''PGiss.''36.17 (ii B. C.), ''PLond.''3.881.21 (ii B. C.), etc.<br><span class="bld">5</span> [[dislocation]], ἄρθρων Dsc.1.109 (pl.).<br><span class="bld">6</span> [[congenital hernia]], Vett.Val.161.19 (pl.).<br><span class="bld">7</span> [[free play]] (cf. [[χάλασις]] 2) of a [[joint]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[πλοώδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A slackened condition, relaxation, ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d, cf. Luc.Asin.9; lack of elasticity, Ph.Bel.58.8, 65.50; low tension of blood-vessels, Orib. 7.19.6.
2 gap in the line of battle, Plb.18.30.8; σύμμετρον ἔχειν χάλασμα to be packed not too tightly, Plu.Aem.32.
3 slit, Ruf.Anat.59, Gal.4.733; χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ IG7.3073.114 (Lebad., ii B. C.).
4 baulk or footpath on the edge of arable land, PLille2.16 (iii B. C.), PGiss.36.17 (ii B. C.), PLond.3.881.21 (ii B. C.), etc.
5 dislocation, ἄρθρων Dsc.1.109 (pl.).
6 congenital hernia, Vett.Val.161.19 (pl.).
7 free play (cf. χάλασις 2) of a joint, Erot. s.v. πλοώδης.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, Abspannung, Erschlaffung, Verrenkung, Sp.; Pol. vrbdt es mit διάστασις ἀλλήλων, 18, 13, 8; Luc. Asin. 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 relâchement, écartement;
2 écartement des hommes ou des rangs d'une troupe en bataille.
Étymologie: χαλάω.
Russian (Dvoretsky)
χάλασμα: ατος (χᾰ) τό
1 расслабленность, слабость Plut., Luc.;
2 промежуток, интервал (χ. καὶ διάστασις ἀλλήλων Polyb.): σύμμετρον χ. ἔχειν Plut. быть разделенным достаточными промежутками.
Greek (Liddell-Scott)
χάλασμα: τό, χαλαρὰ κατάστασις, χαλάρωσις, Πλούτ. 2. 132D, 133D, Λουκ. Ὄνος 9. 2) τὸ κενὸν διάστημα μεταξὺ τῶν μαχητῶν ἐν τῇ φάλαγγι, Πολύβ. 18. 13, 8· σύμμετρον ἔχω χ., εἶμαι τοποθετημένος κατὰ σύμμετρα διαστήματα, Πλουτ. Αἰμίλ. 32. 3) ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ὀρειβάσ. 145 Matth.
Greek Monolingual
-άσματος, το, ΝΑ χαλῶ
νεοελλ.
1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι
2. κατεδάφιση
3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα»)
4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη
5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση
αρχ.
1. κατάσταση χαλάρωσης («ἀναπνοή καὶ χάλασμα», Πλούτ.)
2. έλλειψη ελαστικότητας
3. (για αιμοφόρα αγγεία) χάλαση, χαλάρωση, έλλειψη τάσης
4. σχισμή, χαραμάδα
5. (σχετικά με στρατιωτική παράταξη) κενό
6. μονοπάτι στην άκρη καλλιεργημένης γης
7. εξάρθρωση
8. συγγενής κήλη.
Greek Monotonic
χάλασμα: -ατος, τό (χαλάω), χαλαρή κατάσταση, κενό διάστημα στην παράταξη της μάχης, σύμμετρον ἔχειν χάλασμα, είμαι τοποθετημένος κατά σύμμετρα διαστήματα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χάλασμα, ατος, τό, χαλάω
a slackened condition: a gap in the line of battle, σύμμετρον ἔχειν χ. to be placed at fitting intervals, Plut. [from Χᾰλαστραῖος]