ἐπασσύτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epassyteros
|Transliteration C=epassyteros
|Beta Code=e)passu/teros
|Beta Code=e)passu/teros
|Definition=[ῠ], α, ον, Ep.Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one upon another, one after another</b>, mostly in pl., ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες <span class="bibl">Il.4.427</span>; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί <span class="bibl">8</span>.<span class="bibl">[277]</span>; <b class="b3">σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι</b> watchers sat <b class="b2">one after another</b>, i.e. at short distances, <span class="bibl">Od.16.366</span>; τριηκοσίας πέτρας πέμπον ἐ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>716</span>; ἐ. ποσὶν ἕρπον <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>717</span>: and in sg., <b class="b3">κῦμα . . ὄρνυτ' ἐπασσύτερον</b> wave <b class="b2">upon</b> wave, <span class="bibl">Il.4.423</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">frequent, repeated</b>, λυγμοί <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>246</span>: with sg. word, <b class="b3">ἐ. οὖρος</b>, perh. <b class="b2">following</b> breeze or <b class="b2">ever-freshening</b>, <span class="bibl">A.R.1.579</span>; and so <b class="b3">ἐ. βιότοιο χρησμοσύνη</b> <b class="b2">ever-growing</b> penury, <span class="bibl">Id.2.472</span>. (Perh. from <b class="b3">ἐπ-αν (α) -ς (ε) υ-</b>.) </span>
|Definition=[ῠ], α, ον, Ep.Adj.<br><span class="bld">A</span> [[one upon another]], [[one after another]], mostly in plural, ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Il.4.427; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί 8.[277]; <b class="b3">σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι</b> watchers sat [[one after another]], i.e. at short distances, Od.16.366; τριηκοσίας πέτρας πέμπον ἐ. Hes.''Th.''716; ἐ. ποσὶν ἕρπον Nic.''Th.''717: and in sg., <b class="b3">κῦμα.. ὄρνυτ' ἐπασσύτερον</b> wave [[upon]] wave, Il.4.423.<br><span class="bld">II</span> [[frequent]], [[repeated]], λυγμοί Nic.''Th.''246: with sg. word, <b class="b3">ἐ. οὖρος</b>, perhaps [[following]] breeze or [[ever-freshening]], A.R.1.579; and so <b class="b3">ἐ. βιότοιο χρησμοσύνη</b> [[ever-growing]] penury, Id.2.472. (Perh. from <b class="b3">ἐπ-αν (α) -ς (ε) υ-</b>.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0906.png Seite 906]] nahe an einander, dichtgedrängt; [[κῦμα]] ἐπ., Welle auf Welle, Il. 4, 423; sonst im plur., σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, saßen einer neben dem andern, Od. 16, 366; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί, alle Einen auf den Andern warf er zur Erde, Il. 8, 277; θνῆσκον ἐπ., sie starben Einer nach dem Andern, in Menge, 1, 383; πέτρας πέμπον ἐπασσυτέρας Hes. Th. 716; sp. D., wie Nic. Th. 246 Opp. Cyn. 4, 181; auch von einzelnen Dingen, [[οὖρος]] Ap. Rh. 1, 579, vgl. 2, 472.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0906.png Seite 906]] nahe an einander, dichtgedrängt; [[κῦμα]] ἐπ., Welle auf Welle, Il. 4, 423; sonst im plur., σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, saßen einer neben dem andern, Od. 16, 366; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί, alle Einen auf den Andern warf er zur Erde, Il. 8, 277; θνῆσκον ἐπ., sie starben Einer nach dem Andern, in Menge, 1, 383; πέτρας πέμπον ἐπασσυτέρας Hes. Th. 716; sp. D., wie Nic. Th. 246 Opp. Cyn. 4, 181; auch von einzelnen Dingen, [[οὖρος]] Ap. Rh. 1, 579, vgl. 2, 472.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[qui se pressent l'un l'autre]], [[qui se succèdent sans interruption]].<br />'''Étymologie:''' p. *ἐπανσύτερος, de [[ἐπί]], [[ἀνά]], [[σεύω]], -τερος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπασσύτερος:''' (ῠ) преимущ. pl. плотно примыкающий, тесно прилегающий: [[κῦμα]] ἐπασσύτερον Hom. набегающая (на другую) волна; ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Hom. сомкнутыми рядами двинулись (данайские) фаланги; οἱ λαοὶ θνῆσκον ἐπασσύτεροι Hom. люди умирали один за другим; πέτρας πέμπειν ἐπασσυτέρας Hes. бросать камень за камнем.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπασσύτερος''': ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[κῦμα]]... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν [[ἐπασσύτερος]] φέρεν [[οὖρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, [[διηνεκής]], ἐπασσυτέρη βιότοιο [[χρησμοσύνη]], «[[ἀπορία]], [[πενία]], [[ἔνδεια]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ [[λέξις]] μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.
|lstext='''ἐπασσύτερος''': ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[κῦμα]]... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν [[ἐπασσύτερος]] φέρεν [[οὖρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, [[διηνεκής]], ἐπασσυτέρη βιότοιο [[χρησμοσύνη]], «[[ἀπορία]], [[πενία]], [[ἔνδεια]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ [[λέξις]] μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui se pressent l’un l’autre, qui se succèdent sans interruption.<br />'''Étymologie:''' p. *ἐπανσύτερος, de [[ἐπί]], [[ἀνά]], [[σεύω]], -τερος.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπασσύτερος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ἆσσον]], ἀσσύτερος), ο [[ένας]] πάνω στον [[άλλο]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ.· στον ενικ., [[κῦμα]] ὄρνυτ' ἐπασσύτερον, [[κύμα]] πάνω στο [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπασσύτερος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ἆσσον]], ἀσσύτερος), ο [[ένας]] πάνω στον [[άλλο]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ.· στον ενικ., [[κῦμα]] ὄρνυτ' ἐπασσύτερον, [[κύμα]] πάνω στο [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-ασσῠ́τερος, η, ον [[ἆσσον]], ἀσσύτερος]<br />one [[upon]] [[another]], one [[after]] [[another]], [[mostly]] in plural, Hom.; in sg., [[κῦμα]] ὄρνυτ' ἐπασσύτερον [[wave]] [[upon]] [[wave]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπασσύτερος Medium diacritics: ἐπασσύτερος Low diacritics: επασσύτερος Capitals: ΕΠΑΣΣΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: epassýteros Transliteration B: epassyteros Transliteration C: epassyteros Beta Code: e)passu/teros

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Ep.Adj.
A one upon another, one after another, mostly in plural, ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Il.4.427; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί 8.[277]; σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι watchers sat one after another, i.e. at short distances, Od.16.366; τριηκοσίας πέτρας πέμπον ἐ. Hes.Th.716; ἐ. ποσὶν ἕρπον Nic.Th.717: and in sg., κῦμα.. ὄρνυτ' ἐπασσύτερον wave upon wave, Il.4.423.
II frequent, repeated, λυγμοί Nic.Th.246: with sg. word, ἐ. οὖρος, perhaps following breeze or ever-freshening, A.R.1.579; and so ἐ. βιότοιο χρησμοσύνη ever-growing penury, Id.2.472. (Perh. from ἐπ-αν (α) -ς (ε) υ-.)

German (Pape)

[Seite 906] nahe an einander, dichtgedrängt; κῦμα ἐπ., Welle auf Welle, Il. 4, 423; sonst im plur., σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, saßen einer neben dem andern, Od. 16, 366; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί, alle Einen auf den Andern warf er zur Erde, Il. 8, 277; θνῆσκον ἐπ., sie starben Einer nach dem Andern, in Menge, 1, 383; πέτρας πέμπον ἐπασσυτέρας Hes. Th. 716; sp. D., wie Nic. Th. 246 Opp. Cyn. 4, 181; auch von einzelnen Dingen, οὖρος Ap. Rh. 1, 579, vgl. 2, 472.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui se pressent l'un l'autre, qui se succèdent sans interruption.
Étymologie: p. *ἐπανσύτερος, de ἐπί, ἀνά, σεύω, -τερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπασσύτερος: (ῠ) преимущ. pl. плотно примыкающий, тесно прилегающий: κῦμα ἐπασσύτερον Hom. набегающая (на другую) волна; ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Hom. сомкнутыми рядами двинулись (данайские) фаланги; οἱ λαοὶ θνῆσκον ἐπασσύτεροι Hom. люди умирали один за другим; πέτρας πέμπειν ἐπασσυτέρας Hes. бросать камень за камнем.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπασσύτερος: ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, κῦμα... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν ἐπασσύτερος φέρεν οὖρος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, διηνεκής, ἐπασσυτέρη βιότοιο χρησμοσύνη, «ἀπορία, πενία, ἔνδεια» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ λέξις μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.

English (Autenrieth)

(ἀσσον): closer and closer, close together, Il. 4.423; in quick succession, Il. 1.383, Od. 16.366.

Greek Monolingual

ἐπασσύτερος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.)
2. συχνός, επαναλαμβανόμενος
3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα
4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (μτγν. συγκριτ. του επίρρ. άγχι) «πλησιέστερος, εγγύτερος»].

Greek Monotonic

ἐπασσύτερος: [ῠ], -α, -ον (ἆσσον, ἀσσύτερος), ο ένας πάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, κυρίως στον πληθ., σε Όμηρ.· στον ενικ., κῦμα ὄρνυτ' ἐπασσύτερον, κύμα πάνω στο κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐπ-ασσῠ́τερος, η, ον ἆσσον, ἀσσύτερος]
one upon another, one after another, mostly in plural, Hom.; in sg., κῦμα ὄρνυτ' ἐπασσύτερον wave upon wave, Il.