στεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stegazo
|Transliteration C=stegazo
|Beta Code=stega/zw
|Beta Code=stega/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[στέγω]], <b class="b2">cover</b>, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.1.33</span>; <b class="b3">τὸ στεγάζον</b>, of the body <b class="b2">which covers</b> the soul, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.21U.</span>, cf.<span class="bibl">pp.8,20</span> U. (Pass.); <b class="b2">roof</b> a building, <span class="title">IG</span>22.1046.16 (i B.C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>34.11</span>; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις <span class="title">OGI</span>483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω <span class="bibl">Emp.3</span>; <b class="b3">ὕπνος σ. τινά</b> <b class="b2">covers, embraces</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>781</span>:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.12.3</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>19.13</span>; <b class="b3">πλοῖον ἐστεγασμένον</b> a <b class="b2">decked</b> vessel, <span class="bibl">Antipho 5.22</span>; <b class="b3">ἵνα στεγασθῇ</b> (sc. <b class="b3">τὰ χώματα</b>) <b class="b2">be rendered water-tight</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.486.10</span> (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη <b class="b2">roofed</b>, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).</span>
|Definition== [[στέγω]], [[cover]], ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.33; <b class="b3">τὸ στεγάζον</b>, of the body [[which covers]] the soul, Epicur.''Ep.''1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); [[roof]] a building, ''IG''22.1046.16 (i B.C.), [[LXX]] ''2 Ch.''34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις ''OGI''483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; <b class="b3">ὕπνος σ. τινά</b> [[covers]], [[embraces]], S.''El.''781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.12.3, cf. X.''Oec.''19.13; <b class="b3">πλοῖον ἐστεγασμένον</b> a [[decked]] vessel, Antipho 5.22; <b class="b3">ἵνα στεγασθῇ</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰ χώματα</b>) [[be rendered water-tight]], ''PSI''5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη [[roofed]], PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] = [[στέγω]], bedecken; [[ὕπνον]] ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] = [[στέγω]], bedecken; [[ὕπνον]] ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στεγάζω''': μελλ. -άσω, = [[στέγω]], [[σκεπάζω]], ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος [[ὅπερ]] σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· [[καλύπτω]] διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., [[ὕπνος]] στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, ἔχον [[κατάστρωμα]], Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
|btext=[[couvrir]], [[envelopper]].<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]].
}}
{{elnl
|elnltext=στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=couvrir, envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]].
|elrutext='''στεγάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[прикрывать]], [[покрывать]] (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ [[ἄνω]] Xen. прикрытый сверху;<br /><b class="num">2</b> (о сне), [[окутывать]], [[обнимать]], (τινά Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στέγη]] / [[στέγος]]<br />[[κατασκευάζω]] [[στέγη]], [[καλύπτω]] με [[στέγη]] (α. «το [[κτήριο]] δεν έχει στεγαστεί [[ακόμη]]» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ<br />γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]] σε [[οίκημα]], σε [[κατάλυμα]] («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ [[σύντομα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιθάλπω]], [[προστατεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[προστατεύω]] («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον ύπνο) [[καταλαμβάνω]] κάποιον («ὥστ' [[οὔτε]] νυκτὸς [[ὕπνον]], οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ στεγάζον</i><br />το [[σώμα]] θεωρούμενο ότι περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλοῑον ἐστεγασμένον» — [[πλοίο]] με [[κατάστρωμα]]<br />β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το [[νερό]].
|mltxt=ΝΜΑ [[στέγη]] / [[στέγος]]<br />[[κατασκευάζω]] [[στέγη]], [[καλύπτω]] με [[στέγη]] (α. «το [[κτήριο]] δεν έχει στεγαστεί [[ακόμη]]» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῖς Ἰούδα», ΠΔ<br />γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]] σε [[οίκημα]], σε [[κατάλυμα]] («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ [[σύντομα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιθάλπω]], [[προστατεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[προστατεύω]] («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον ύπνο) [[καταλαμβάνω]] κάποιον («ὥστ' [[οὔτε]] νυκτὸς [[ὕπνον]], οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ στεγάζον</i><br />το [[σώμα]] θεωρούμενο ότι περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἐστεγασμένον» — [[πλοίο]] με [[κατάστρωμα]]<br />β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το [[νερό]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, = [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ὕπνοςστεγάζει τινά</i>, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, [[πλοίο]] που βρίσκεται στο [[νεώριο]], ναύσταθμο, σε Αντιφών.
|lsmtext='''στεγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, = [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ὕπνοςστεγάζει τινά</i>, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, [[πλοίο]] που βρίσκεται στο [[νεώριο]], ναύσταθμο, σε Αντιφών.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στεγάζω:''' <b class="num">1)</b> прикрывать, покрывать (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ [[ἄνω]] Xen. прикрытый сверху;<br /><b class="num">2)</b> (о сне) окутывать, обнимать (τινά Soph.).
|lstext='''στεγάζω''': μελλ. -άσω, = [[στέγω]], [[σκεπάζω]], ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος [[ὅπερ]] σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· [[καλύπτω]] διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., [[ὕπνος]] στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, ἔχον [[κατάστρωμα]], Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[στέγω]]<br />to [[cover]], Xen.: metaph., [[ὕπνος]] στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον a [[decked]] [[vessel]], [[Antipho]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό οὐσ. [[στέγη]] πού παράγεται ἀπό τό [[ρῆμα]] [[στέγω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[στέγασις]], [[στέγασμα]], [[στεγαστέον]], [[στεγαστήρ]] (=[[κεραμίδι]]), [[στεγαστής]], [[στεγαστός]], [[ἀστέγαστος]], [[στέγαστρον]] (=[[σκέπασμα]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγάζω Medium diacritics: στεγάζω Low diacritics: στεγάζω Capitals: ΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: stegázō Transliteration B: stegazō Transliteration C: stegazo Beta Code: stega/zw

English (LSJ)

= στέγω, cover, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El.781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr. CP 1.12.3, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη roofed, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 931] = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.

French (Bailly abrégé)

couvrir, envelopper.
Étymologie: στέγη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.

Russian (Dvoretsky)

στεγάζω:
1 прикрывать, покрывать (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ ἄνω Xen. прикрытый сверху;
2 (о сне), окутывать, обнимать, (τινά Soph.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ στέγη / στέγος
κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῖς Ἰούδα», ΠΔ
γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ σύντομα»)
2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω
αρχ.
1. (γενικά) καλύπτω, σκεπάζω, προστατεύω («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», Ξεν.)
2. (για τον ύπνο) καταλαμβάνω κάποιον («ὥστ' οὔτε νυκτὸς ὕπνον, οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», Σοφ.)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στεγάζον
το σώμα θεωρούμενο ότι περιβάλλει την ψυχή
4. φρ. α) «πλοῖον ἐστεγασμένον» — πλοίο με κατάστρωμα
β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το νερό.

Greek Monotonic

στεγάζω: μέλ. -άσω, = στέγω, καλύπτω, σκεπάζω, ταβανώνω, σε Ξεν.· μεταφ., ὕπνοςστεγάζει τινά, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., πλοῖον ἐστεγασμένον, πλοίο που βρίσκεται στο νεώριο, ναύσταθμο, σε Αντιφών.

Greek (Liddell-Scott)

στεγάζω: μελλ. -άσω, = στέγω, σκεπάζω, ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος ὅπερ σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· καλύπτω διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., ὕπνος στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. πλοῖον ἐστεγασμένον, ἔχον κατάστρωμα, Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.

Middle Liddell

= στέγω
to cover, Xen.: metaph., ὕπνος στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό οὐσ. στέγη πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα στέγω.
Παράγωγα: στέγασις, στέγασμα, στεγαστέον, στεγαστήρ (=κεραμίδι), στεγαστής, στεγαστός, ἀστέγαστος, στέγαστρον (=σκέπασμα).