περιτέλλομαι: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritellomai | |Transliteration C=peritellomai | ||
|Beta Code=perite/llomai | |Beta Code=perite/llomai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[go]] or [[come round]], mostly of [[time]], <b class="b3">ἂψ περιτελλομένου ἔτεος</b> as the year [[came round]], Od.11.295, cf. ''h.Cer.''445; <b class="b3">περιτελλομένων ἐνιαυτῶν</b> as years [[go round]], Il.2.551, cf. 8.404; π. ὥραις S.''OT''156 (lyr.), cf. Ar.''Av.''696 (anap.); cf. [[περιπέλομαι]].<br><span class="bld">2</span> of the sun and stars, [[rise above the horizon]], Alc.39, Arat.215, 232.<br><span class="bld">II</span> Act. in later Poets in signf. 1.1, Orph.''Fr.''247.25; in signf. 1.2, Arat.828. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass.,
A go or come round, mostly of time, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round, Od.11.295, cf. h.Cer.445; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.2.551, cf. 8.404; π. ὥραις S.OT156 (lyr.), cf. Ar.Av.696 (anap.); cf. περιπέλομαι.
2 of the sun and stars, rise above the horizon, Alc.39, Arat.215, 232.
II Act. in later Poets in signf. 1.1, Orph.Fr.247.25; in signf. 1.2, Arat.828.
German (Pape)
[Seite 596] umlaufen u. seinen Kreislauf vollenden, ablaufen; bes. von der Zeit, ἔτεος περιτελλομένου, als das Jahr umlief, während des Umlaufs eines Jahres, Od. 11, 295. 14, 294, u. im plur., περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, Il. 2, 551, vgl. 8, 404. 418; so auch Soph. περιτελλομέναις ὥραις, O. R. 156, wie Ar. Av. 696 u. sp. D., bei Plut. Symp. 7, 1, 1, Arat. 693 u. öfter, der so auch 828 das act. hat, vom Aufgehen der Gestirne.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
accomplir sa révolution en parl. du temps.
Étymologie: περί, τέλλω.
Russian (Dvoretsky)
περιτέλλομαι: (только praes.) (о времени) заканчиваться, исполняться, истекать: περιτελλομένων ἐνιαυτῶν Hom. по прошествии (ряда) лет; περιτελλομέναις ὥραις Soph. с течением времени, т. е. в будущем.
Greek (Liddell-Scott)
περιτέλλομαι: Παθ., ἐπανέρχομαι, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, ἐπανερχομένου, Ὀδ. Λ. 295, Ξ. 294, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 445· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, περιστρεφομένων, τελούντων τὸν ἑαυτῶν κύκλον, «εἰς τὸ αὐτὸ κατὰ περίοδον περιερχομένων καὶ τελειουμένων» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 551, πρβλ. Θ. 404, 418· οὕτω, π. ὥραις Σοφ. Ο. Τ. 156, Ἀριστοφ. Ὄρν. 696· πρβλ. περιπέλομαι, περιέρχομαι 2) ἀνατέλλω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀστέρων, Ἀλκαῖ. 40, Ἄρατ. 215. 232. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐν τῇ σημασ. Ι, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 665C· ἐν δὲ τῇ σημασ. 2, Ἄρατ. 828. πρβλ. τέλλω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ
2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι, σηκώνομαι»].
Greek Monotonic
περιτέλλομαι: μόνο σε Παθ. μτχ., πηγαίνω ή έρχομαι ολόγυρα, iψπεριτελλομένου ἔτεος, καθώς τα χρόνια επιστρέφουν ξανά, σε Ομήρ. Οδ.· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, καθώς ο χρόνος ξαναγυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, περιτελλομέναις ὥραις, σε Σοφ.
Middle Liddell
only in part., Pass.]
to go or come round, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round again, Od.; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.; so, περιτελλομέναις ὥραις Soph.