Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποταγή: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotagi
|Transliteration C=ypotagi
|Beta Code=u(potagh/
|Beta Code=u(potagh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[subordination]], [[subjection]], <span class="bibl">D.H.3.66</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Cor.</span>9.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>2.5</span>; <b class="b3">ἐν ὑποταγῇ</b> in a [[subordinate position]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>96.7</span> (iii A. D.): pl., <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).143. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[post-position]], ἐν ὑποταγῇ <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>35.23</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Synt.</span>306.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[copy]], ψηφισμάτων . . καὶ ἐπιστολῆς <span class="title">IGRom.</span>3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[subordination]], [[subjection]], D.H.3.66, ''2 Ep.Cor.''9.13, ''Ep.Gal.''2.5; <b class="b3">ἐν ὑποταγῇ</b> in a [[subordinate position]], ''BGU''96.7 (iii A. D.): pl., ''Cat.Cod.Astr.''8(4).143.<br><span class="bld">2</span> [[post-position]], ἐν ὑποταγῇ A.D.''Pron.''35.23, cf. ''Synt.''306.8.<br><span class="bld">3</span> [[copy]], ψηφισμάτων.. καὶ ἐπιστολῆς ''IGRom.''3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[subordination]];<br /><b>2</b> [[soumission]];<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> subjonctif.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτάσσω]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Unterordnung]], [[Unterwerfung]];[[NT]]</i>; Dion.Hal. 3.76.<br>Bei den Gramm. <i>der [[subjunctivus]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[подчинение]], [[повиновение]] NT;<br /><b class="num">2</b> грам. сослагательное наклонение.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, [[ὑπακοή]], [[ἑκούσιος]] [[συγκατάθεσις]], Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.
|lstext='''ὑποτᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, [[ὑπακοή]], [[ἑκούσιος]] [[συγκατάθεσις]], Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> subordination;<br /><b>2</b> soumission;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> subjonctif.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτάσσω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποταγή]], ΝΜΑ [[ὑποτάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καθυπόταξη]], [[υποδούλωση]] (α. «η [[υποταγή]] τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ [[ἄνευ]] κινδύνου [[ὑποταγή]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> εκούσια [[συγκατάθεση]], [[υπακοή]] (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔ<br />β. «[[μετὰ]] πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.<br />γ. «τὴν ἡσυχίαν [[ἐπισκήπτω]] καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείωμα]], [[υποσημείωση]] («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμπεριφορά]] υποταγής»<br /><b>βιολ.</b> [[μορφή]] της ζωικής συμπεριφοράς [[κατά]] την οποία ένα [[άτομο]] επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο [[μέλος]] του δικού του είδους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> η [[υποτακτική]] [[έγκλιση]] («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα [[οὔποτε]] χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] λέξης [[μετά]] από μια [[άλλη]]<br /><b>2.</b> [[αντίγραφο]] («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=η / [[ὑποταγή]], ΝΜΑ [[ὑποτάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καθυπόταξη]], [[υποδούλωση]] (α. «η [[υποταγή]] τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ [[ἄνευ]] κινδύνου [[ὑποταγή]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> εκούσια [[συγκατάθεση]], [[υπακοή]] (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔ<br />β. «μετὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.<br />γ. «τὴν ἡσυχίαν [[ἐπισκήπτω]] καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείωμα]], [[υποσημείωση]] («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμπεριφορά]] υποταγής»<br /><b>βιολ.</b> [[μορφή]] της ζωικής συμπεριφοράς [[κατά]] την οποία ένα [[άτομο]] επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο [[μέλος]] του δικού του είδους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> η [[υποτακτική]] [[έγκλιση]] («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα [[οὔποτε]] χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] λέξης [[μετά]] από μια [[άλλη]]<br /><b>2.</b> [[αντίγραφο]] («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ, [[υπαγωγή]], [[υποτέλεια]], [[υπόταξη]], [[υποδούλωση]], [[καθυπόταξη]], [[υποταγή]], [[υπακοή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ, [[υπαγωγή]], [[υποτέλεια]], [[υπόταξη]], [[υποδούλωση]], [[καθυπόταξη]], [[υποταγή]], [[υπακοή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> подчинение, повиновение NT;<br /><b class="num">2)</b> грам. сослагательное наклонение.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':Øpotag» 虛坡-他給<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':在下-規定的<br />'''字義溯源''':順服,服從;源自([[ὑποτάσσω]])=服從,由([[ὑπό]])*=被,在⋯下)與([[τάσσω]])*=處理,安排)組成<br />'''出現次數''':總共(4);林後(1);加(1);提前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 順服(4) 林後9:13; 加2:5; 提前2:11; 提前3:4
|sngr='''原文音譯''':Øpotag» 虛坡-他給<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':在下-規定的<br />'''字義溯源''':順服,服從;源自([[ὑποτάσσω]])=服從,由([[ὑπό]])*=被,在⋯下)與([[τάσσω]])*=處理,安排)組成<br />'''出現次數''':總共(4);林後(1);加(1);提前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 順服(4) 林後9:13; 加2:5; 提前2:11; 提前3:4
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ 1 [[sumisión]] δὸς δέ μοι πάσης ψυχῆς ὑποταγήν, ἧς ἂν ἐπικαλέσωμαι <b class="b3">concédeme la sumisión de toda alma por la que te invoque</b> P IV 1822 2 [[orden]] de un dios καταστίλατε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ δ(εῖνα) πρὸς ἐμὲ τὸν δ(εῖνα) κατ' ὑποταγὴ<ν> τοῦ μεγάλου θεοῦ Νεουφνειώθ <b class="b3">aplacad la cólera y el furor de fulano contra mí, mengano, por orden del gran dios Neufneot</b> P LXXX 4 P LXXIX 5
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτᾰγή Medium diacritics: ὑποταγή Low diacritics: υποταγή Capitals: ΥΠΟΤΑΓΗ
Transliteration A: hypotagḗ Transliteration B: hypotagē Transliteration C: ypotagi Beta Code: u(potagh/

English (LSJ)

ἡ,
A subordination, subjection, D.H.3.66, 2 Ep.Cor.9.13, Ep.Gal.2.5; ἐν ὑποταγῇ in a subordinate position, BGU96.7 (iii A. D.): pl., Cat.Cod.Astr.8(4).143.
2 post-position, ἐν ὑποταγῇ A.D.Pron.35.23, cf. Synt.306.8.
3 copy, ψηφισμάτων.. καὶ ἐπιστολῆς IGRom.3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 subordination;
2 soumission;
3 t. de gramm. subjonctif.
Étymologie: ὑποτάσσω.

German (Pape)

ἡ, Unterordnung, Unterwerfung;NT; Dion.Hal. 3.76.
Bei den Gramm. der subjunctivus.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτᾰγή:
1 подчинение, повиновение NT;
2 грам. сослагательное наклонение.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, ὑπακοή, ἑκούσιος συγκατάθεσις, Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.

Spanish

sumisión, orden

English (Strong)

from ὑποτάσσω; subordination: subjection.

Greek Monolingual

η / ὑποταγή, ΝΜΑ ὑποτάσσω
1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.)
2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔ
β. «μετὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.
γ. «τὴν ἡσυχίαν ἐπισκήπτω καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)
μσν.
σημείωμα, υποσημείωση («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπεριφορά υποταγής»
βιολ. μορφή της ζωικής συμπεριφοράς κατά την οποία ένα άτομο επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο μέλος του δικού του είδους
μσν.-αρχ.
γραμμ. η υποτακτική έγκλιση («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα οὔποτε χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση λέξης μετά από μια άλλη
2. αντίγραφο («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», επιγρ.).

Greek Monotonic

ὑποτᾰγή: ἡ, υπαγωγή, υποτέλεια, υπόταξη, υποδούλωση, καθυπόταξη, υποταγή, υπακοή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὑποτᾰγή, ἡ,
subordination, subjection, submission, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpotag» 虛坡-他給
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在下-規定的
字義溯源:順服,服從;源自(ὑποτάσσω)=服從,由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(4);林後(1);加(1);提前(2)
譯字彙編
1) 順服(4) 林後9:13; 加2:5; 提前2:11; 提前3:4

Léxico de magia

ἡ 1 sumisión δὸς δέ μοι πάσης ψυχῆς ὑποταγήν, ἧς ἂν ἐπικαλέσωμαι concédeme la sumisión de toda alma por la que te invoque P IV 1822 2 orden de un dios καταστίλατε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ δ(εῖνα) πρὸς ἐμὲ τὸν δ(εῖνα) κατ' ὑποταγὴ<ν> τοῦ μεγάλου θεοῦ Νεουφνειώθ aplacad la cólera y el furor de fulano contra mí, mengano, por orden del gran dios Neufneot P LXXX 4 P LXXIX 5