προκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokathiimi
|Transliteration C=prokathiimi
|Beta Code=prokaqi/hmi
|Beta Code=prokaqi/hmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">let down beforehand</b>, εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον <span class="bibl">Aen.Tact.18.9</span>: metaph., <b class="b3">εἰς ταραχὴν π. πόλιν</b> <b class="b2">plunge</b> the city into confusion, <span class="bibl">D.14.5</span>; <b class="b3">π. τινὰ ἐξαπατᾶν</b> <b class="b2">put</b> a person <b class="b2">forward</b> in order to deceive, <span class="bibl">Id.19.77</span>; <b class="b3">π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν</b>, <b class="b2">spread</b> it <b class="b2">before</b>, <span class="bibl">D.C.58.9</span>(prob.), Aristid.1.482J.:— Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο <span class="bibl">D.C.62.15</span>.</span>
|Definition=[[let down beforehand]], εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9: metaph., <b class="b3">εἰς ταραχὴν π. πόλιν</b> [[plunge]] the city into confusion, D.14.5; <b class="b3">π. τινὰ ἐξαπατᾶν</b> [[put]] a person [[forward]] in order to deceive, Id.19.77; <b class="b3">π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν</b>, [[spread]] it [[before]], D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:—Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[ἵημι]]), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[ἵημι]]), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαθήσω, <i>ao.</i> προκαθῆκα, <i>etc.</i><br />jeter auparavant : εἰς ταραχήν DÉM dans le trouble.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καθίημι vooruitsturen.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαθίημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[ранее посылать]] (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[высылать вперед]] (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[заранее ввергать]] (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαθίημι''': καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.
|lstext='''προκαθίημι''': καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαθήσω, <i>ao.</i> προκαθῆκα, <i>etc.</i><br />jeter auparavant : [[εἰς]] ταραχήν DÉM dans le trouble.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] [[προηγουμένως]] («[[προκαθίημι]] εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)<br /><b>3.</b> [[αποστέλλω]] εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[ρίχνω]], [[εμβάλλω]] [[προηγουμένως]] σε μια [[κατάσταση]] («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῑναι τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προκαθίημι]] τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — [[διαδίδω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[διασπείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] [[προηγουμένως]] («[[προκαθίημι]] εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)<br /><b>3.</b> [[αποστέλλω]] εκ τών προτέρων («τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[ρίχνω]], [[εμβάλλω]] [[προηγουμένως]] σε μια [[κατάσταση]] («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προκαθίημι]] τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — [[διαδίδω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[διασπείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκαθίημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κάθομαι]] από [[πριν]]· μεταφ., πόλιν [[προκαθίημι]] εἰς ταραχήν, [[ρίχνω]] την πόλη σε [[σύγχυση]], την [[φέρνω]] σε [[αναταραχή]], σε Δημ.· <i>προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν</i>, [[τοποθετώ]] ένα [[πρόσωπο]] [[μπροστά]] μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
|lsmtext='''προκαθίημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κάθομαι]] από [[πριν]]· μεταφ., πόλιν [[προκαθίημι]] εἰς ταραχήν, [[ρίχνω]] την πόλη σε [[σύγχυση]], την [[φέρνω]] σε [[αναταραχή]], σε Δημ.· <i>προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν</i>, [[τοποθετώ]] ένα [[πρόσωπο]] [[μπροστά]] μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προ-καθίημι vooruitsturen.
|mdlsjtxt=fut. -ήσω<br />to let [[down]] [[beforehand]]: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to [[plunge]] the [[city]] [[into]] [[confusion]], Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a [[person]] [[forward]] in [[order]] to [[deceive]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθίημι Medium diacritics: προκαθίημι Low diacritics: προκαθίημι Capitals: ΠΡΟΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: prokathíēmi Transliteration B: prokathiēmi Transliteration C: prokathiimi Beta Code: prokaqi/hmi

English (LSJ)

let down beforehand, εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9: metaph., εἰς ταραχὴν π. πόλιν plunge the city into confusion, D.14.5; π. τινὰ ἐξαπατᾶν put a person forward in order to deceive, Id.19.77; π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, spread it before, D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:—Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15.

German (Pape)

[Seite 727] (s. ἵημι), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

f. προκαθήσω, ao. προκαθῆκα, etc.
jeter auparavant : εἰς ταραχήν DÉM dans le trouble.
Étymologie: πρό, καθίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθίημι vooruitsturen.

Russian (Dvoretsky)

προκαθίημι:
1 ранее посылать (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);
2 высылать вперед (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);
3 заранее ввергать (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προκαθίημι: καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι εκ τών προτέρων
2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένωςπροκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)
3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.)
4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω προηγουμένως σε μια κατάσταση («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν», Δημοσθ.)
5. φρ. «προκαθίημι τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — διαδίδω κάτι εκ τών προτέρων, διασπείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθίημι «ρίχνω, κατεβάζω»].

Greek Monotonic

προκαθίημι: μέλ. -ήσω, κάθομαι από πριν· μεταφ., πόλιν προκαθίημι εἰς ταραχήν, ρίχνω την πόλη σε σύγχυση, την φέρνω σε αναταραχή, σε Δημ.· προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν, τοποθετώ ένα πρόσωπο μπροστά μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -ήσω
to let down beforehand: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to plunge the city into confusion, Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a person forward in order to deceive, Dem.