ἀνάδοχος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anadochos | |Transliteration C=anadochos | ||
|Beta Code=a)na/doxos | |Beta Code=a)na/doxos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάδοχον,<br><span class="bld">A</span> [[taking upon oneself]], [[giving security for]], πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀ. τῶν χρημάτων Men.516.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[security]], [[surety]], D.H.6.84, Plu.''Dio''18; τῆς φιλίας Κύπρις ἀ. ''PGrenf.''1.1; <b class="b3">περί, ὑπέρ τινος</b>, Phalar.''Ep.''22,38. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[garante]], [[fiador]] τῶν χρημλάτων Men.<i>Fr</i>.449, τῶν ὁμολογουμένων Plu.<i>Dio</i> 18, cf. D.H.6.84, <i>POxy</i>.1489.7 (III a.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.139.2 (VI a.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ὑπέρ o περί más gen. ἀ. ὑπὲρ τηλικούτου πράγματος Phalar.<i>Ep</i>.38, ἀ. ... περὶ τοῦ μηδὲν ἐμὲ κατ' αὐτοῦ πονηρὸν πεπιστευκέναι Phalar.<i>Ep</i>.22<br /><b class="num">•</b>fig. [[fiador]], [[responsable]] τῆς φιλίης Κύπρις ἐστι ἀ. <i>Lyr.Alex.Adesp</i>.1.3, del padrino del bautismo, Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.396C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] ὁ, der Bürge, Plut. Dion. 18; Dion. H. 6, 84; τῶν χρημάτων, Men. bei Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] ὁ, der Bürge, Plut. Dion. 18; Dion. H. 6, 84; τῶν χρημάτων, Men. bei Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον (ὁ, ἡ)<br />[[caution]], [[répondant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέχομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάδοχος:''' ὁ [[поручитель]], [[порука]] (τινος Men., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάδοχος''': -ον, [[ἐγγυητής]], πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀν. τῶν χρημάτων Μενάνδρ. ἐν «Χήρᾳ» 3. ΙΙ. [[ἐγγύησις]], [[ἐνέχυρον]], Διον. Ἁλ. 6. 84, Πλουτ. Δίων 18. - ὁ ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τόν βαπτιζόμενον, Ἐκκλ. | |lstext='''ἀνάδοχος''': -ον, [[ἐγγυητής]], πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀν. τῶν χρημάτων Μενάνδρ. ἐν «Χήρᾳ» 3. ΙΙ. [[ἐγγύησις]], [[ἐνέχυρον]], Διον. Ἁλ. 6. 84, Πλουτ. Δίων 18. - ὁ ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τόν βαπτιζόμενον, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[ἀνάδοχος]], Α [[ἀνάδοχος]], -ον) [[ἀναδέχομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δέχεται στην [[αγκαλιά]] του το βαπτιζόμενο [[βρέφος]] από την κολυμπήθρα, ο [[νονός]]<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[εγγυητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει την [[εκτέλεση]] κάποιου έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνάδοχον</i><br />[[εγγύηση]], [[ασφάλεια]]. | |mltxt=ο (Μ [[ἀνάδοχος]], Α [[ἀνάδοχος]], -ον) [[ἀναδέχομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δέχεται στην [[αγκαλιά]] του το βαπτιζόμενο [[βρέφος]] από την κολυμπήθρα, ο [[νονός]]<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[εγγυητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει την [[εκτέλεση]] κάποιου έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνάδοχον</i><br />[[εγγύηση]], [[ασφάλεια]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=[[ἐγγυητής]], αὐτός πού παίρνει στά χέρια του ἀπό τήν κολυμπήθρα τό βαφτισμένο μωρό, σημερ. νουνός). Ἀπό το [[ἀναδέχομαι]], ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη [[ἀναδοχή]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνάδοχον,
A taking upon oneself, giving security for, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀ. τῶν χρημάτων Men.516.
II as substantive, security, surety, D.H.6.84, Plu.Dio18; τῆς φιλίας Κύπρις ἀ. PGrenf.1.1; περί, ὑπέρ τινος, Phalar.Ep.22,38.
Spanish (DGE)
-ον
garante, fiador τῶν χρημλάτων Men.Fr.449, τῶν ὁμολογουμένων Plu.Dio 18, cf. D.H.6.84, POxy.1489.7 (III a.C.), Stud.Pal.20.139.2 (VI a.C.)
•c. ὑπέρ o περί más gen. ἀ. ὑπὲρ τηλικούτου πράγματος Phalar.Ep.38, ἀ. ... περὶ τοῦ μηδὲν ἐμὲ κατ' αὐτοῦ πονηρὸν πεπιστευκέναι Phalar.Ep.22
•fig. fiador, responsable τῆς φιλίης Κύπρις ἐστι ἀ. Lyr.Alex.Adesp.1.3, del padrino del bautismo, Dion.Ar.EH M.3.396C.
German (Pape)
[Seite 187] ὁ, der Bürge, Plut. Dion. 18; Dion. H. 6, 84; τῶν χρημάτων, Men. bei Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον (ὁ, ἡ)
caution, répondant.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδοχος: ὁ поручитель, порука (τινος Men., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδοχος: -ον, ἐγγυητής, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀν. τῶν χρημάτων Μενάνδρ. ἐν «Χήρᾳ» 3. ΙΙ. ἐγγύησις, ἐνέχυρον, Διον. Ἁλ. 6. 84, Πλουτ. Δίων 18. - ὁ ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τόν βαπτιζόμενον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνάδοχος, Α ἀνάδοχος, -ον) ἀναδέχομαι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δέχεται στην αγκαλιά του το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, ο νονός
αρχ.-νεοελλ. εγγυητής
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση κάποιου έργου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνάδοχον
εγγύηση, ασφάλεια.
Mantoulidis Etymological
(=ἐγγυητής, αὐτός πού παίρνει στά χέρια του ἀπό τήν κολυμπήθρα τό βαφτισμένο μωρό, σημερ. νουνός). Ἀπό το ἀναδέχομαι, ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη ἀναδοχή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι.