ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperistamai
|Transliteration C=yperistamai
|Beta Code=u(peri/stamai
|Beta Code=u(peri/stamai
|Definition=Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stand over]], ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου <span class="bibl">Hdt.7.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[stand over]] one [[for protection]], [[protect]], τινος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>188</span> (lyr.): abs., <span class="bibl">A.R.4.370</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[surpass]], τινος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.10.3</span>.</span>
|Definition=Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—<br><span class="bld">A</span> [[stand over]], ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17.<br><span class="bld">2</span> [[stand over]] one [[for protection]], [[protect]], τινος S.''El.''188 (lyr.): abs., A.R.4.370.<br><span class="bld">3</span> [[surpass]], τινος J.''BJ''5.10.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act.:— to [[stand]] [[over]] [[another]], c. gen., Hdt.: esp. to [[stand]] [[over]] one for [[protection]], [[protect]], τινος Soph.
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act.:— to [[stand]] [[over]] [[another]], c. gen., Hdt.: esp. to [[stand]] [[over]] one for [[protection]], [[protect]], τινος Soph.
}}
}}

Revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστᾰμαι Medium diacritics: ὑπερίσταμαι Low diacritics: υπερίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperístamai Transliteration B: hyperistamai Transliteration C: yperistamai Beta Code: u(peri/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—
A stand over, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17.
2 stand over one for protection, protect, τινος S.El.188 (lyr.): abs., A.R.4.370.
3 surpass, τινος J.BJ5.10.3.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., über Einem oder Einem zu Häupten stehen, τινός, Her. 7, 17; bes. über Einem zu seinem Schutze stehen, ihn vertheidigen, ἇς φίλος οὔτις ἀνὴρ ὑπερίσταται Soph. El. 181.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερστήσομαι, ao.2 ὑπερέστην, etc.
1 se tenir au-dessus de, gén.;
2 se tenir au-dessus de ou devant ; protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίστᾰμαι: (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:
1 являться во сне: (τὸ ὄνειρον) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;
2 становиться на защиту (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι ὑπεράνω, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι ὑπεράνω τινός, ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) ἐπίκειμαι, τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

Greek Monolingual

ΜΑ ἵσταμαι
μσν.
προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. στέκομαι πάνω από κάποιον
2. (ιδίως) στέκομαι πάνω από κάποιον προκειμένου να του προσφέρω προστασία
3. υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερίστᾰμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· στέκομαι πάνω από κάτι άλλο, με γεν., σε Ηρόδ.· ιδίως, στέκομαι πάνω από κάποιον για προστασία, προστατεύω, υπερασπίζω, τινος, σε Σοφ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act.:— to stand over another, c. gen., Hdt.: esp. to stand over one for protection, protect, τινος Soph.