ἀμφίγυος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfigyos | |Transliteration C=amfigyos | ||
|Beta Code=a)mfi/guos | |Beta Code=a)mfi/guos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφίγυον, in Hom. always [[epithet]] of [[ἔγχος]], either ([[γυῖον]]) [[with a limb at each end]], [[double-pointed]], or ([[γύης]]) [[bending both ways]], [[elastic]], Il.13.147, Od.24.527; ἀ. δούρασιν A.R.3.135; prob. (from [[γυῖον]]) [[stout rivals]], S.''Tr.''504(lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[curvo a ambos lados]], [[de dobles barbas]], [[de cabeza triangular]] ἔγχεα <i>Il</i>.13.147, 14.26, 15.386, 16.637, <i>Od</i>.16.474, 24.527, [[δούρατα]] A.R.3.1356.<br /><b class="num">2</b> fig. [[esforzado]], [[belicoso]] ἐπὶ τάνδ' ἄρ' ἄκοιτιν <τίνες> ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων; S.<i>Tr</i>.504. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] ([[γυῖον]]), eigentl. = auf beiden Seiten Glieder habend, Hom. neunmal, Versanfang Iliad. 15, 386 ἔγχεσιν ἀμφιγύοις, Versende ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν Iliad. 13, 147. 14, 26. 15, 278. 712. 16, 637. 17, 731 Od. 16, 474. 24. 527, vielleicht = mit zweischneidiger Spitze; oder an beiden Enden gegliedert, oben die eiserne Spitze, unten der [[σαυρωτήρ]]; Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 147; – [[δόρυ]] Ap. Rh. 3, 1356; – Soph. Trach. 504 ch. Wettkämpfer, die alle Glieder gleich rüstig brauchen, Schol. ἰσχυροὶ ἐν τοῖς γυίοις ἢ [[ἄμφω]] τεθωρακισμένοι ἢ παρωξυμμένοι, Ellendt vgl. [[ἀμφιδέξιος]], Herm. ancipitibus armis certantes. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] ([[γυῖον]]), eigentl. = auf beiden Seiten Glieder habend, Hom. neunmal, Versanfang Iliad. 15, 386 ἔγχεσιν ἀμφιγύοις, Versende ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν Iliad. 13, 147. 14, 26. 15, 278. 712. 16, 637. 17, 731 Od. 16, 474. 24. 527, vielleicht = mit zweischneidiger Spitze; oder an beiden Enden gegliedert, oben die eiserne Spitze, unten der [[σαυρωτήρ]]; Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 147; – [[δόρυ]] Ap. Rh. 3, 1356; – Soph. Trach. 504 ch. Wettkämpfer, die alle Glieder gleich rüstig brauchen, Schol. ἰσχυροὶ ἐν τοῖς γυίοις ἢ [[ἄμφω]] τεθωρακισμένοι ἢ παρωξυμμένοι, Ellendt vgl. [[ἀμφιδέξιος]], Herm. ancipitibus armis certantes. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à double pointe, <i>càd</i> pointu aux deux extrémités;<br /><b>2</b> aux deux extrémités (mains et pieds) robustes, <i>càd</i> aux membres robustes, <i>sel. d'autres</i> adversaires l'un et l'autre robustes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[γυῖον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίγυος:'''<br /><b class="num">1</b> [[обоюдоострый]] ([[ἔγχος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> с сильными руками и ногами, со всесторонне развитой мускулатурой, т. е. силач Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίγυος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ [[ἔγχος]], ὁ ἔχων [[ὀξέα]] καὶ τὰ δύο [[ἄκρα]], ἔχων διπλῆν αἰχμήν, Ἰλ. Ν. 147, Ὀδ. Ω. 526· ἀμφ. [[δόρυ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1356: ― Ἐντεῦθεν ἐν Σοφ. Τρ. 504, ἀμφίγυοι, ἐπὶ προσ., ὡπλισμένοι κατὰ πάντα, ἠσκημένοι μαχηταί· (ὁ Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ. πιστεύει ὅτι τὸ -γυος [[εἶναι]] ἁπλῆ [[κατάληξις]], ὡς ἐν τῷ [[ἔγγυος]], [[κρήγυος]], [[ὑπόγυος]], ἰσχυριζόμενος ὅτι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[γυῖον]], [[κῶλον]], [[μέλος]]). | |lstext='''ἀμφίγυος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ [[ἔγχος]], ὁ ἔχων [[ὀξέα]] καὶ τὰ δύο [[ἄκρα]], ἔχων διπλῆν αἰχμήν, Ἰλ. Ν. 147, Ὀδ. Ω. 526· ἀμφ. [[δόρυ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1356: ― Ἐντεῦθεν ἐν Σοφ. Τρ. 504, ἀμφίγυοι, ἐπὶ προσ., ὡπλισμένοι κατὰ πάντα, ἠσκημένοι μαχηταί· (ὁ Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ. πιστεύει ὅτι τὸ -γυος [[εἶναι]] ἁπλῆ [[κατάληξις]], ὡς ἐν τῷ [[ἔγγυος]], [[κρήγυος]], [[ὑπόγυος]], ἰσχυριζόμενος ὅτι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[γυῖον]], [[κῶλον]], [[μέλος]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[γυῖον]]): [[with]] [[limb]] at [[both]] ends, [[double]]-[[pointed]], [[ἔγχος]]. Cf. [[οὐρίαχος]]. (See cuts [[below]].) | |auten=([[γυῖον]]): [[with]] [[limb]] at [[both]] ends, [[double]]-[[pointed]], [[ἔγχος]]. Cf. [[οὐρίαχος]]. (See cuts [[below]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίγῠος:''' -ον, αυτός που έχει [[διπλή]] [[αιχμή]], που έχει κοφτερά και τα [[δύο]] [[άκρα]], σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η [[κατάληξη]] <i>-γυος</i>, όπως στο [[ὑπό]]-γυος, είναι αμφίβ. σημασίας). | |lsmtext='''ἀμφίγῠος:''' -ον, αυτός που έχει [[διπλή]] [[αιχμή]], που έχει κοφτερά και τα [[δύο]] [[άκρα]], σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η [[κατάληξη]] <i>-γυος</i>, όπως στο [[ὑπό]]-γυος, είναι αμφίβ. σημασίας). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφίγυον, in Hom. always epithet of ἔγχος, either (γυῖον) with a limb at each end, double-pointed, or (γύης) bending both ways, elastic, Il.13.147, Od.24.527; ἀ. δούρασιν A.R.3.135; prob. (from γυῖον) stout rivals, S.Tr.504(lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 curvo a ambos lados, de dobles barbas, de cabeza triangular ἔγχεα Il.13.147, 14.26, 15.386, 16.637, Od.16.474, 24.527, δούρατα A.R.3.1356.
2 fig. esforzado, belicoso ἐπὶ τάνδ' ἄρ' ἄκοιτιν <τίνες> ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων; S.Tr.504.
German (Pape)
[Seite 137] (γυῖον), eigentl. = auf beiden Seiten Glieder habend, Hom. neunmal, Versanfang Iliad. 15, 386 ἔγχεσιν ἀμφιγύοις, Versende ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν Iliad. 13, 147. 14, 26. 15, 278. 712. 16, 637. 17, 731 Od. 16, 474. 24. 527, vielleicht = mit zweischneidiger Spitze; oder an beiden Enden gegliedert, oben die eiserne Spitze, unten der σαυρωτήρ; Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 147; – δόρυ Ap. Rh. 3, 1356; – Soph. Trach. 504 ch. Wettkämpfer, die alle Glieder gleich rüstig brauchen, Schol. ἰσχυροὶ ἐν τοῖς γυίοις ἢ ἄμφω τεθωρακισμένοι ἢ παρωξυμμένοι, Ellendt vgl. ἀμφιδέξιος, Herm. ancipitibus armis certantes.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à double pointe, càd pointu aux deux extrémités;
2 aux deux extrémités (mains et pieds) robustes, càd aux membres robustes, sel. d'autres adversaires l'un et l'autre robustes.
Étymologie: ἀμφί, γυῖον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίγυος:
1 обоюдоострый (ἔγχος Hom.);
2 с сильными руками и ногами, со всесторонне развитой мускулатурой, т. е. силач Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίγυος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ ἔγχος, ὁ ἔχων ὀξέα καὶ τὰ δύο ἄκρα, ἔχων διπλῆν αἰχμήν, Ἰλ. Ν. 147, Ὀδ. Ω. 526· ἀμφ. δόρυ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1356: ― Ἐντεῦθεν ἐν Σοφ. Τρ. 504, ἀμφίγυοι, ἐπὶ προσ., ὡπλισμένοι κατὰ πάντα, ἠσκημένοι μαχηταί· (ὁ Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ. πιστεύει ὅτι τὸ -γυος εἶναι ἁπλῆ κατάληξις, ὡς ἐν τῷ ἔγγυος, κρήγυος, ὑπόγυος, ἰσχυριζόμενος ὅτι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ γυῖον, κῶλον, μέλος).
English (Autenrieth)
(γυῖον): with limb at both ends, double-pointed, ἔγχος. Cf. οὐρίαχος. (See cuts below.)
Greek Monolingual
ἀμφίγυος, -ον (Α)
1. (για το δόρυ) ο αιχμηρός και κατά τα δυο άκρα, αμφίστομος
2. αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, ελαστικός, εύκαμπτος
3. πιθανώς το επίθετο να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό αντίπαλο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Σχετιχά με το β' συνθ. της λ. υπάρχουν τρεις εκδοχές, που αντιστοιχούν στις τρεις σημασίες της: α) < ἀμφι- + γυῖον «άκρη», που αντιστοιχεί στην πρώτη σημασία, β) < ἀμφι- + γύης «λυγισμένο κομμάτι ξύλου», που αντιστοιχεί στη δεύτερη σημασία, γ) < ἀμφι- + γυῖον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα», που αντιστοιχεί στην τρίτη σημασία.
ΠΑΡ. ἀμφιγυήεις].
Greek Monotonic
ἀμφίγῠος: -ον, αυτός που έχει διπλή αιχμή, που έχει κοφτερά και τα δύο άκρα, σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η κατάληξη -γυος, όπως στο ὑπό-γυος, είναι αμφίβ. σημασίας).
Frisk Etymological English
See also: γύης
Middle Liddell
[The termin. -γυος, as in ὑπόγυος, is of uncertain sense.]
pointed at each end, double-pointed, Hom.; in Soph., of persons, armed at all points, practised combatants.