ἐξωμοσία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksomosia
|Transliteration C=eksomosia
|Beta Code=e)cwmosi/a
|Beta Code=e)cwmosi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">denial on oath that one knows anything</b> of a matter, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1026</span>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>34.1</span> (iii B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">declining an office</b>, <span class="bibl">D.19.129</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[vow]], Al.<span class="title">Le.</span>22.18.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[denial on oath that one knows anything]] of a matter, Ar.''Ec.''1026, ''PEleph.''34.1 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[declining an office]], D.19.129.<br><span class="bld">III</span> [[vow]], Al.''Le.''22.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] ἡ (vgl. [[ἐξόμνυμι]]), eidliche Verneinung; Eid, daß man von einer Sache keine Kunde habe, oder nach B. A. 409, daß man eine Liturgie nicht zu leisten im Stande sei (nach Harpocr. übh. μεθ' ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἤ τινα ἑτέραν πρόφασιν), Ar. Eccl. 1026.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] ἡ (vgl. [[ἐξόμνυμι]]), eidliche Verneinung; Eid, daß man von einer Sache keine Kunde habe, oder nach B. A. 409, daß man eine Liturgie nicht zu leisten im Stande sei (nach Harpocr. übh. μεθ' ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἤ τινα ἑτέραν πρόφασιν), Ar. Eccl. 1026.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> déclaration sous serment qu'on ne sait rien d'une affaire;<br /><b>2</b> [[action de décliner une charge]], [[refus de service]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξόμνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωμοσία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[клятвенное заявление о неведении]] (чего-л.) Arph., Dem.;<br /><b class="num">2</b> клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξωμοσία''': ἡ, [[ἔνορκος]] [[διαβεβαίωσις]] ὅτι δὲν γινώσκει τίς τι, «ἄρνησις μεθ’ ὅρκου» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026, Δημ. 1119. 26. ΙΙ. τὸ μὴ δέχεσθαι δημοσίαν τινὰ ὑπηρεσίαν [[ἕνεκα]] ἀρρωστίας ἢ ἄλλης αἰτίας, Δημ. 381. 1. [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 409. 15, «[[ἐξωμοσία]] δὲ ἄρνησις σὺν ὅρκῳ ὡς ἀδυνατοῦντος ἢ παρὰ καιρὸν ὄντος λειτουργεῖν». - Καθ’ Ἁρποκρ. «τὸ μεθ’ ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἢ τινα ἑτέραν πρόφασιν, ὡς δῆλον ποιεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας». 2) «[[ἐξωμοσία]]· [[ὅταν]] τις φάσκῃ ἢ [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] ἢ [[ὑπὲρ]] ἑτέρου ἐγκαλούμενος μὴ [[δεῖν]] εἰσάγεσθαι δίκην, [[εἶτα]] καὶ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν οὐκ [[εἰσαγώγιμος]] ἡ [[δίκη]], εἰ δοκεῖ κατὰ λόγον ἀξιοῦν, ἐδίδοτο αὐτῷ ἐξωμοσίᾳ χρῆσθαι καὶ οὕτω διεγράφετο ἡ [[δίκη]]» Σουΐδ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026.
|lstext='''ἐξωμοσία''': ἡ, [[ἔνορκος]] [[διαβεβαίωσις]] ὅτι δὲν γινώσκει τίς τι, «ἄρνησις μεθ’ ὅρκου» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026, Δημ. 1119. 26. ΙΙ. τὸ μὴ δέχεσθαι δημοσίαν τινὰ ὑπηρεσίαν [[ἕνεκα]] ἀρρωστίας ἢ ἄλλης αἰτίας, Δημ. 381. 1. [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 409. 15, «[[ἐξωμοσία]] δὲ ἄρνησις σὺν ὅρκῳ ὡς ἀδυνατοῦντος ἢ παρὰ καιρὸν ὄντος λειτουργεῖν». - Καθ’ Ἁρποκρ. «τὸ μεθ’ ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἢ τινα ἑτέραν πρόφασιν, ὡς δῆλον ποιεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας». 2) «[[ἐξωμοσία]]· [[ὅταν]] τις φάσκῃ ἢ [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]] ἢ [[ὑπὲρ]] ἑτέρου ἐγκαλούμενος μὴ [[δεῖν]] εἰσάγεσθαι δίκην, [[εἶτα]] καὶ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν οὐκ [[εἰσαγώγιμος]] ἡ [[δίκη]], εἰ δοκεῖ κατὰ λόγον ἀξιοῦν, ἐδίδοτο αὐτῷ ἐξωμοσίᾳ χρῆσθαι καὶ οὕτω διεγράφετο ἡ [[δίκη]]» Σουΐδ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> déclaration sous serment qu’on ne sait rien d’une affaire;<br /><b>2</b> action de décliner une charge, refus de service.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξόμνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξωμοσία:''' ἡ ([[ἐξόμνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> ένορκη [[διαβεβαίωση]] ότι [[κάποιος]] δεν γνωρίζει οποιαδήποτε [[πληροφορία]] για [[κάτι]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ένορκη [[άρνηση]] αξιώματος, σε [[περίπτωση]] ασθένειας, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξωμοσία:''' ἡ ([[ἐξόμνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> ένορκη [[διαβεβαίωση]] ότι [[κάποιος]] δεν γνωρίζει οποιαδήποτε [[πληροφορία]] για [[κάτι]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ένορκη [[άρνηση]] αξιώματος, σε [[περίπτωση]] ασθένειας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωμοσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> клятвенное заявление о неведении (чего-л.) Arph., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξωμοσία]], ἡ, [[ἐξόμνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[denial]] on [[oath]] that one knows [[anything]] of a [[matter]], Ar., Dem.<br /><b class="num">II.</b> a declining an [[office]] on [[oath]], in [[case]] of ill [[health]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ἐξωμοσία]], ἡ, [[ἐξόμνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[denial]] on [[oath]] that one knows [[anything]] of a [[matter]], Ar., Dem.<br /><b class="num">II.</b> a declining an [[office]] on [[oath]], in [[case]] of ill [[health]], Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sworn denial]]
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωμοσία Medium diacritics: ἐξωμοσία Low diacritics: εξωμοσία Capitals: ΕΞΩΜΟΣΙΑ
Transliteration A: exōmosía Transliteration B: exōmosia Transliteration C: eksomosia Beta Code: e)cwmosi/a

English (LSJ)

ἡ,
A denial on oath that one knows anything of a matter, Ar.Ec.1026, PEleph.34.1 (iii B. C.).
II declining an office, D.19.129.
III vow, Al.Le.22.18.

German (Pape)

[Seite 891] ἡ (vgl. ἐξόμνυμι), eidliche Verneinung; Eid, daß man von einer Sache keine Kunde habe, oder nach B. A. 409, daß man eine Liturgie nicht zu leisten im Stande sei (nach Harpocr. übh. μεθ' ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἤ τινα ἑτέραν πρόφασιν), Ar. Eccl. 1026.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 déclaration sous serment qu'on ne sait rien d'une affaire;
2 action de décliner une charge, refus de service.
Étymologie: ἐξόμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξωμοσία:
1 клятвенное заявление о неведении (чего-л.) Arph., Dem.;
2 клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωμοσία: ἡ, ἔνορκος διαβεβαίωσις ὅτι δὲν γινώσκει τίς τι, «ἄρνησις μεθ’ ὅρκου» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026, Δημ. 1119. 26. ΙΙ. τὸ μὴ δέχεσθαι δημοσίαν τινὰ ὑπηρεσίαν ἕνεκα ἀρρωστίας ἢ ἄλλης αἰτίας, Δημ. 381. 1. Κατὰ τὰ Α. Β. 409. 15, «ἐξωμοσία δὲ ἄρνησις σὺν ὅρκῳ ὡς ἀδυνατοῦντος ἢ παρὰ καιρὸν ὄντος λειτουργεῖν». - Καθ’ Ἁρποκρ. «τὸ μεθ’ ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἢ τινα ἑτέραν πρόφασιν, ὡς δῆλον ποιεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας». 2) «ἐξωμοσία· ὅταν τις φάσκῃ ἢ ὑπὲρ ἑαυτοῦὑπὲρ ἑτέρου ἐγκαλούμενος μὴ δεῖν εἰσάγεσθαι δίκην, εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν οὐκ εἰσαγώγιμοςδίκη, εἰ δοκεῖ κατὰ λόγον ἀξιοῦν, ἐδίδοτο αὐτῷ ἐξωμοσίᾳ χρῆσθαι καὶ οὕτω διεγράφετο ἡ δίκη» Σουΐδ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026.

Greek Monolingual

η (AM ἐξωμοσία)
νεοελλ.
η απάρνηση της πίστης ή τών πεποιθήσεων, η αρνησιθρησκία
αρχ.-μσν.
1. όρκος
2. ένορκη διαβεβαίωση
αρχ.
όρκος ότι δεν μπορεί κάποιος να δεχθεί αρχή ή να χορηγήσει «λειτουργία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ωμοσία < -ωμότης < -ωμο, εκτεταμένη βαθμίδα του ρ. όμνυμι, + -της].

Greek Monotonic

ἐξωμοσία: ἡ (ἐξόμνυμι),
I. ένορκη διαβεβαίωση ότι κάποιος δεν γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία για κάτι, σε Αριστοφ., Δημ.
II. ένορκη άρνηση αξιώματος, σε περίπτωση ασθένειας, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξωμοσία, ἡ, ἐξόμνυμι
I. denial on oath that one knows anything of a matter, Ar., Dem.
II. a declining an office on oath, in case of ill health, Dem.

English (Woodhouse)

sworn denial

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)