μασταρύζω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mastaryzo | |Transliteration C=mastaryzo | ||
|Beta Code=mastaru/zw | |Beta Code=mastaru/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[mumble]], like one with his mouth full, of an old man, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''689; cf. μασταρίζειν· <b class="b3">μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ</b>., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also μαστηρύζειν· <b class="b3">τὸ κακῶς μασᾶσθαι</b> (Cyren.), Phot. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[mâcher péniblement]], [[mâchonner]].<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=auch [[μασταρίζω]] [[geschrieben]], von den <i>Vetera Lexica</i> [[κακῶς]] μασῶμαι καὶ βλακικῶς erkl.; von Phot. auch τρέμειν, ἀγωνιᾶν, wie aus Ar. <i>Ach</i>. 649 ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει hervorgeht, von alten Leuten [[gesagt]], die nicht mehr [[recht]] [[kauen]] [[können]], <i>mit den [[Lippen]] od. [[Kinnbacken]] [[wackeln]], [[murmeln]]</i>. Vgl. noch [[μαστιχάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαστᾰρύζω:''' [[вяло жевать губами]], [[бормотать]], [[мямлить]] (ὑπὸ [[γήρως]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστᾰρύζω''': ὡς τὸ [[τονθορύζω]], [[προφέρω]] ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ [[στόμα]] αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι». | |lstext='''μαστᾰρύζω''': ὡς τὸ [[τονθορύζω]], [[προφέρω]] ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ [[στόμα]] αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς | |mltxt=[[μασταρύζω]] και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)<br /><b>1.</b> (για γέροντα) [[προφέρω]] [[κάτι]] ασαφώς σαν να έχω το [[στόμα]] μου γεμάτο, [[τραυλίζω]], φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ [[γήρως]] μασταρύζει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μαστηρύζειν]]<br />τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι»<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μασταρίζειν]]<br />μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν<br />ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μαστάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάσταξ]]) με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ρυ</i>- [[πριν]] από την κατάλ. ([[πρβλ]]. [[κελαρύζω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαστᾰρύζω:''' μόνο σε ενεστ., [[μουρμουρίζω]], λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |lsmtext='''μαστᾰρύζω:''' μόνο σε ενεστ., [[μουρμουρίζω]], λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=μαστᾰρύζω,<br />only in pres., to [[mumble]], of an old man, Ar. [Formed from the [[sound]].] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
mumble, like one with his mouth full, of an old man, Ar.Ach.689; cf. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ., Hsch.:—also μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι (Cyren.), Phot.
French (Bailly abrégé)
mâcher péniblement, mâchonner.
Étymologie: μάσσω.
German (Pape)
auch μασταρίζω geschrieben, von den Vetera Lexica κακῶς μασῶμαι καὶ βλακικῶς erkl.; von Phot. auch τρέμειν, ἀγωνιᾶν, wie aus Ar. Ach. 649 ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει hervorgeht, von alten Leuten gesagt, die nicht mehr recht kauen können, mit den Lippen od. Kinnbacken wackeln, murmeln. Vgl. noch μαστιχάω.
Russian (Dvoretsky)
μαστᾰρύζω: вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ γήρως Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστᾰρύζω: ὡς τὸ τονθορύζω, προφέρω ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ στόμα αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».
Greek Monolingual
μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαστάζω (< μάσταξ) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].
Greek Monotonic
μαστᾰρύζω: μόνο σε ενεστ., μουρμουρίζω, λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
Middle Liddell
μαστᾰρύζω,
only in pres., to mumble, of an old man, Ar. [Formed from the sound.]