κυβευτικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyveftikos | |Transliteration C=kyveftikos | ||
|Beta Code=kubeutiko/s | |Beta Code=kubeutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κυβευτική, κυβευτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or [[for dice-playing]], ὄργανα Aeschin. 1.59; ἐργαλεῖα Poll.9.97.<br><span class="bld">II</span> [[skilled in dice-playing]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 374c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[du jeu de dés]];<br /><b>2</b> [[habile au jeu de dés]].<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυβευτικός -ή -όν [κυβεύω] [[goed in het dobbelen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβευτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[опытный игрок в кости]] Plat.<br />служащий для игры в кости (ὄργανα Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C. | |lstext='''κῠβευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[κυβευτικός]], -ή, -όν (Α) [[κυβεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κυβεία]] ή αυτός που έχει [[κλίση]] σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[παίξιμο]] ζαριών<br /><b>3.</b> [[απατηλός]], [[παραπλανητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυβευτικῶς</i> (Α)<br />απατηλά, παραπλανητικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠβευτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται με το [[παίξιμο]] ζαριών, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδέξιος]] στο [[ρίξιμο]] των ζαριών, σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=κῠβευτικός, ή, όν [from κῠβευτής]<br /><b class="num">I.</b> of or for [[dice]]-playing, Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> [[skilled]] in [[dice]]-playing, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
κυβευτική, κυβευτικόν,
A of or for dice-playing, ὄργανα Aeschin. 1.59; ἐργαλεῖα Poll.9.97.
II skilled in dice-playing, Pl.R. 374c.
German (Pape)
[Seite 1523] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du jeu de dés;
2 habile au jeu de dés.
Étymologie: κυβεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβευτικός -ή -όν [κυβεύω] goed in het dobbelen.
Russian (Dvoretsky)
κῠβευτικός: II ὁ опытный игрок в кости Plat.
служащий для игры в кости (ὄργανα Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C.
Greek Monolingual
κυβευτικός, -ή, -όν (Α) κυβεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.)
2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών
3. απατηλός, παραπλανητικός.
επίρρ...
κυβευτικῶς (Α)
απατηλά, παραπλανητικά.
Greek Monotonic
κῠβευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που σχετίζεται με το παίξιμο ζαριών, σε Αισχίν.
II. επιδέξιος στο ρίξιμο των ζαριών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κῠβευτικός, ή, όν [from κῠβευτής]
I. of or for dice-playing, Aeschin.
II. skilled in dice-playing, Plat.