πολύφορβος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyforvos
|Transliteration C=polyforvos
|Beta Code=polu/forbos
|Beta Code=polu/forbos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Il.9.568</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>912</span>: (φορβή):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding many, bountiful</b>, γαῖα <span class="bibl">Il. 14.200</span>,<span class="bibl">301</span>; <b class="b3">Δημήτηρ</b> Hes.l.c.</span>
|Definition=πολύφορβον, also η, ον Il.9.568, Hes.''Th.''912: ([[φορβή]]):—[[feeding many]], [[bountiful]], γαῖα Il. 14.200,301; [[Δημήτηρ]] Hes.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] nahrungsreich, viele nährend; [[γαῖα]], Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] nahrungsreich, viele nährend; [[γαῖα]], Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />très nourrissant <i>ou</i> qui nourrit beaucoup d'êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφορβος:''' и 3 питающий многих ([[γαῖα]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφορβος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· ([[φορβή]])· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, [[γαῖα]] Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
|lstext='''πολύφορβος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· ([[φορβή]])· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, [[γαῖα]] Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[φορβή]]): [[much]]-[[nourishing]], [[bountiful]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, και [[πολύφορβος]], -η, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη γη ή για τη θεά [[Δήμητρα]]) αυτός που έχει πολλή [[τροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[τροφή]] σε πολλούς, [[πολυτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φορβή]] «[[τροφή]]»), [[πρβλ]]. [[μονόφορβος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφορβος:''' -ον και -η, -ον ([[φορβή]]), αυτός που τρέφει πολλούς, [[άφθονος]], [[γόνιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύφορβος]], ον, [[φορβή]]<br />[[feeding]] [[many]], [[bountiful]], Il., Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορβος Medium diacritics: πολύφορβος Low diacritics: πολύφορβος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: polýphorbos Transliteration B: polyphorbos Transliteration C: polyforvos Beta Code: polu/forbos

English (LSJ)

πολύφορβον, also η, ον Il.9.568, Hes.Th.912: (φορβή):—feeding many, bountiful, γαῖα Il. 14.200,301; Δημήτηρ Hes.l.c.

German (Pape)

[Seite 676] nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
très nourrissant ou qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, φέρβω.

Russian (Dvoretsky)

πολύφορβος: и 3 питающий многих (γαῖα Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορβος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· (φορβή)· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, γαῖα Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.

English (Autenrieth)

(φορβή): much-nourishing, bountiful. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α
1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή
2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονόφορβος].

Greek Monotonic

πολύφορβος: -ον και -η, -ον (φορβή), αυτός που τρέφει πολλούς, άφθονος, γόνιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

πολύφορβος, ον, φορβή
feeding many, bountiful, Il., Hes.