θυρσομανής: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrsomanis
|Transliteration C=thyrsomanis
|Beta Code=qursomanh/s
|Beta Code=qursomanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[he who raves with the thyrsus]], [[epithet]] of Bacchus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>792</span> (lyr.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>50.8</span>.</span>
|Definition=θυρσομανές, [[he who raves with the thyrsus]], [[epithet]] of Bacchus, E.''Ph.''792 (lyr.), Orph.''H.''50.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1227.png Seite 1227]] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1227.png Seite 1227]] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui s'abandonne à un transport bachique]], [[le thyrse en main]].<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[μαίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσομᾰνής:''' [[неистовствующий с тирсом в руках]] (''[[sc.]]'' [[Βρόμιος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσομᾰνής''': -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.
|lstext='''θυρσομᾰνής''': -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s’abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[μαίνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσομανής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος [[θυρσοφόρος]], αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>ναρκο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=[[θυρσομανής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος [[θυρσοφόρος]], αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναιμανής]], [[ναρκομανής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυρσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που τρελαίνεται με τον <i>θυρσύν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''θυρσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που τρελαίνεται με τον <i>θυρσύν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσομᾰνής:''' неистовствующий с тирсом в руках (sc. [[Βρόμιος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυρσο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br />he who raves with the [[thyrsus]], Eur.
|mdlsjtxt=θυρσο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br />he who raves with the [[thyrsus]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσομᾰνής Medium diacritics: θυρσομανής Low diacritics: θυρσομανής Capitals: ΘΥΡΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thyrsomanḗs Transliteration B: thyrsomanēs Transliteration C: thyrsomanis Beta Code: qursomanh/s

English (LSJ)

θυρσομανές, he who raves with the thyrsus, epithet of Bacchus, E.Ph.792 (lyr.), Orph.H.50.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.
Étymologie: θύρσος, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

θυρσομᾰνής: неистовствующий с тирсом в руках (sc. Βρόμιος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσομᾰνής: -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.

Greek Monolingual

θυρσομανής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, ναρκομανής].

Greek Monotonic

θυρσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.

Middle Liddell

θυρσο-μᾰνής, ές μαίνομαι
he who raves with the thyrsus, Eur.